Επιμέλεια: Σπύρος Θεοδωρόπουλος
Ένα συγκλονιστικό «απόλογο»
Στον βαθμό που μπόρεσα να το «ψάξω», το κείμενο αυτό, ολόκληρο και σε αυτή τη μορφή, δεν υπάρχει στο διαδίκτυο.
Αξίζει, νομίζω, και με το παραπάνω, τον κόπο να διαβαστεί.
(Από το 38' και μετά)
Εισαγωγικό σημείωμα:
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, (1800-1874), το διαλεχτό αυτό τέκνο τού Γένους, ο ένας από τους δύο ακέραιους και γενναίους δικαστές, (ο άλλος ήταν ο Α. Πολυζωίδης), που με την αλύγιστη στάση τους απέτρεψαν την άδικη εκτέλεση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για εσχάτη προδοσία το 1834, ο άνθρωπος στον οποίον ο Γέρος τού Μοριά υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του, σε ένα κείμενό του με τίτλο «απόλογα* για τον Ιωάννη Καποδίστρια», παραθέτει την παρακάτω συγκλονιστική διήγηση μη κατονομαζομένου «φιλαλήθους διηγητή» προς τον ίδιον (τον Γ. Τερτσέτη).
Η διήγηση αυτή, φέρει τον Ιωάννη Καποδίστρια να απευθύνει εμπνευσμένα λόγια στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, ο οποίος, τρία χρόνια αργότερα (1831) θα γινόταν ένας από τους δολοφόνους του…
(*) Διηγήσεις, ιστορίες, μύθοι
*
Εις τα 1828 εις την Αίγινα επήγε ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης να επισκεφθεί τον Κυβερνήτη [Ιωάννη Καποδίστρια].
Εφόρεσε τη λαμπρότερη ενδυμασία του, βουτημένη εις το μάλαμα• εγελούσαν τα φορέματά του, εγελούσε η καρδιά του, διατὶ ο νέος είχε κλίση προς τον Κυβερνήτη• τον εδέχθη αυτὸς ως πατέρας τον υιό, αλλὰ του είπε:
Δεν σ’ επαινώ διὰ τα φορέματά σου· και πριν πατήσω τα χώματα τα Ελληνικά, και αφού ήλθα και είδα το εβεβαιώθηκα, είναι καιροὶ που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια, και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο.
Είδα πολλὰ εις τη ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί• προείδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ την πατρίδα, αν εσείς δεν θα είσθε σύμφωνοι μαζί μου και εγὼ με εσάς. «Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας», εφώναζαν γυναίκες αναμαλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανὰ γδυτά, κατεβασμένα απὸ τες σπηλιές• δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνὴ χαράς, αλλὰ θρήνος• η γη εβρέχετοαπὸ δάκρυα· εβρέχετο η μερτιὰ και η δάφνη τού στολισμένου δρόμου απὸ το γιαλὸ εις την Εκκλησία• ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνὴ τού λαού έσχιζε την καρδιά μου• μαυροφορεμένες, γέροντες, μου εζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μού έδειχναν εις το βυζὶ τα παιδιά τους, και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμειναν παρὰ εκείνα και εγώ, και με δίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώ ήλθα και εσείς με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν, και κυβέρνησις καθώς πρέπει, ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει τους αποθαμένους διατί διορθώνει τη ζημία τού θανάτου και της αδικίας· δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχει συνείδηση, ευσπλαχνία, μέτρα σοφίας. Δύναμαι να κάμω εγώ όλα αυτά, και να δικαιολογήσω την [α]παντοχή του κόσμου; Δύναμαι να πράξω μηδέν, χωρίς τη σταθερά ομοφροσύνη τών πρώτων τού τόπου; Δεν είναι κίνδυνος, ότι τα αγαθοεργήματά τους εις τον αγώνα έχυσαν πλησμονήν ορέξεων, απαιτήσεων εις τα στήθη τους; Πλησμονήν αφιλίωτη με το γενικό καλό, με το κύρος τής εξουσίας και με την ευτυχία τού λαού· αν ευρεθώμεν εις αντιλογίαν, αντίμαχοι εις το φρόνημα, ποίος θα μονομερήσει; Εγώ ή εκείνοι; – Υιὲ τού Μαυρομιχάλη, διὰ να με τιμήσεις ήλθες ευμορφοστολισμένος, το εννοώ και σε αγαπώ, όθεν και σου ανοίγω την καρδία μου.
Είδα πολλὰ εις τη ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί• προείδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ την πατρίδα, αν εσείς δεν θα είσθε σύμφωνοι μαζί μου και εγὼ με εσάς. «Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας», εφώναζαν γυναίκες αναμαλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανὰ γδυτά, κατεβασμένα απὸ τες σπηλιές• δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνὴ χαράς, αλλὰ θρήνος• η γη εβρέχετοαπὸ δάκρυα· εβρέχετο η μερτιὰ και η δάφνη τού στολισμένου δρόμου απὸ το γιαλὸ εις την Εκκλησία• ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνὴ τού λαού έσχιζε την καρδιά μου• μαυροφορεμένες, γέροντες, μου εζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μού έδειχναν εις το βυζὶ τα παιδιά τους, και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμειναν παρὰ εκείνα και εγώ, και με δίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώ ήλθα και εσείς με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν, και κυβέρνησις καθώς πρέπει, ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει τους αποθαμένους διατί διορθώνει τη ζημία τού θανάτου και της αδικίας· δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχει συνείδηση, ευσπλαχνία, μέτρα σοφίας. Δύναμαι να κάμω εγώ όλα αυτά, και να δικαιολογήσω την [α]παντοχή του κόσμου; Δύναμαι να πράξω μηδέν, χωρίς τη σταθερά ομοφροσύνη τών πρώτων τού τόπου; Δεν είναι κίνδυνος, ότι τα αγαθοεργήματά τους εις τον αγώνα έχυσαν πλησμονήν ορέξεων, απαιτήσεων εις τα στήθη τους; Πλησμονήν αφιλίωτη με το γενικό καλό, με το κύρος τής εξουσίας και με την ευτυχία τού λαού· αν ευρεθώμεν εις αντιλογίαν, αντίμαχοι εις το φρόνημα, ποίος θα μονομερήσει; Εγώ ή εκείνοι; – Υιὲ τού Μαυρομιχάλη, διὰ να με τιμήσεις ήλθες ευμορφοστολισμένος, το εννοώ και σε αγαπώ, όθεν και σου ανοίγω την καρδία μου.