Τα ελληνικά χωριά απλώνονται σε ένα ημικύκλιο με ακτίνα 75 χλμ. από τη Μαριούπολη, με όριο ανατολικά το Σταραμπέσεβο και δυτικά την πόλη-λιμάνι Μπερντιάσκ των 100 χιλιάδων κατοίκων, στην οποία πριν από εκατό χρόνια υπήρχε ελληνικό προξενείο! Από την αρχική εγκατάσταση των Ελλήνων, είκοσι ήταν τα βασικά ελληνικά χωριά, αλλά στη διάρκεια των 244 χρόνων που πέρασαν από τότε που μετοίκησαν από την Κριμαία στο βόρειο τμήμα της Αζοφικής Θάλασσας, ο ελληνικός πληθυσμός απλώθηκε σε τουλάχιστον άλλα τόσα χωριά τα οποία σταδιακά ιδρύθηκαν στη στέπα με την ανάπτυξη της περιοχής και την αύξηση του πληθυσμού της.
Αυτοί οι Έλληνες ζούσαν στην Κριμαία παλαιόθεν. Υπάρχουν εκτιμήσεις, αλλά όχι βεβαιότητες για το πώς και πότε βρέθηκαν στην Κριμαία. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να ήταν για πολύ μεγάλο διάστημα στην χερσόνησο και μόνο με το δεδομένο ότι μιλούσαν ελληνικές διαλέκτους που χρειάζονται πολύ χρόνο για να δημιουργηθούν σε ένα τόπο όταν ακριβώς όμοιές τους δεν βρίσκουμε αλλού. Επίσης, σίγουρο θεωρείται ότι εγκαταστάθηκαν κατά κύματα στην Κριμαία. Τόσο κατά τη βυζαντινή περίοδο όσο και την οθωμανική. Μερικοί πιστεύουν ότι ενδεχομένως κάποιοι από τους Έλληνες μπορεί να είναι απόγονοι της ελληνοκρατούμενης αρχαίας Ταυρίδας, από το Παντικάπαιον και τη Χερσόνησο!
Πάντως, οι πέντε ελληνογενείς διάλεκτοι των Ελλήνων, όσο συγγενείς κι αν είναι, δείχνουν μια πολυπλοκότητα που δεν ξέρουμε πού οφείλεται. Επίσης, ένα μέρος των Ελλήνων έχει μητρική γλώσσα μια παραλλαγή της κριμαιοτατάρικης, που αποδίδεται στο ό,τι η Κριμαία ήταν τατάρικο χανάτο, δηλαδή τατάρικο βασίλειο και η γλώσσα του ήταν τατάρικη. Στην Κριμαία, σήμερα, οι περισσότεροι Έλληνες είναι μετανάστες της νεώτερης εποχής κυρίως από τη Γεωργία και τη Νότια Ρωσία.
Ξεριζωμός
Στη Μαριούπολη κατοικούν οι απόγονοι των Ελλήνων που από την Κριμαία μεταφέρθηκαν, ελέω Αικατερίνης της Μεγάλης, στη στέπα της Αζοφικής Θάλασσας, το 1778-79, στη φάση που η Κριμαία γινόταν αναπόσπαστο μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας. Μέχρι τότε, στην Ταυρική Χερσόνησο, οι Έλληνες έμεναν σε 80 χωριά και οικισμούς, σύμφωνα με τον παλιό χάρτη που μου έδωσε η Μαργαρίτα Αρατζιώνη, η οποία ασχολήθηκε με τις μειονότητες της Κριμαίας για λογαριασμό της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας και ιδίως με την ελληνική επειδή, όντας Ουκρανή από τη Μαριούπολη, αγαπάει πολύ την Ελλάδα, έμαθε ελληνικά και ερευνάει την ιστορία, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και τη γλώσσα των Ελλήνων. Με τη Μαργαρίτα οργώσαμε όλη την Κριμαία, ανεβήκαμε σε βουνά, μπήκαμε σε φαράγγια, επισκεφτήκαμε μοναστήρια, κάναμε συνεντεύξεις, βγάλαμε φωτογραφίες, ξεναγηθήκαμε σε αρχαιολογικούς χώρους και γι’ αυτό της οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Οι στρατηγοί της Αικατερίνης Β΄, βάζοντας μπροστά τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο μάζεψαν τους Έλληνες από όλη την Ταυρίδα και τους οδήγησαν στο βόρειο τμήμα της Μαιώτιδας Λίμνης, στην οποία δια θαλάσσης μπαίνεις από τη Μαύρη Θάλασσα περνώντας τον Κιμμέριο Βόσπορο. Τότε, όμως, το 1778, οι Έλληνες που μεταφέρανε όλο το βιος τους μαζί, ταξίδευαν με βοϊδάμαξες και κάρα που τα έσερναν άλογα, γαϊδούρια και άνθρωποι. Ούτε βέβαια, υπήρχαν αμαξιτοί δρόμοι της προκοπής. Έτσι, για μια απόσταση 500 περίπου χιλιομέτρων (από τη Συμφερούπολη ως τη Μαριούπολη) που με αυτοκίνητο τη διανύεις σε έξι ώρες, το τεράστιο κονβόι των Ελλήνων, με μωρά παιδιά, με τους ηλικιωμένους, με τα νοικοκυριά τους και τα ζωντανά τους, χρειάστηκε ενάμιση χρόνο και είχε πολλές απώλειες επειδή ήταν πάρα πολύ βαρύς ο χειμώνας που τους βρήκε στο δρόμο. Αυτές οι μετατοπίσεις πληθυσμών ήταν συνηθισμένες στις αυτοκρατορίες, οι οποίες με αυτό τον τρόπο ενίσχυαν τα πιο αδύναμα σημεία της επικράτειάς τους. Οι Έλληνες ήταν πιστοί ορθόδοξοι, γεγονός που τους καθιστούσε ιδανικούς εποίκους μιας περιοχής σχεδόν ακατοίκητης και ακαλλιέργητης, όπως ήταν η στέπα στην Αζοφική, για να της δώσουν ζωή. Και πράγματι, έχτισαν και ανέπτυξαν τη Μαριούπολη και τα χωριά μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, με τρόπο και με γούστο εκπληκτικό. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα, δηλαδή στα 1850, είχαν κάνει θαύματα. Είχαν μετατρέψει τη στέπα σε γόνιμο έδαφος για δημητριακά, φύτεψαν καρποφόρα δέντρα, άνοιξαν δρόμους, ξέραναν έλη, πραγματοποίησαν μια απίστευτη μεταμόρφωση της περιοχής ενώ ταυτόχρονα απογειώνονταν οι ίδιοι ρίχνοντας το βάρος στην εκπαίδευση και στη γλώσσα με φωτισμένους Έλληνες διανοητές όπως ο Θεόκτιστος Χαρταχάι.