Το ξημέρωμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1922 θα βρει τη Μ. Ασία άδεια από ελληνικό στρατό, με την Μ. Ασία στο έλεος του τουρκικού στρατού και τους Έλληνες μικρασιάτες στην οργή και στο έλεος του τουρκικού πληθυσμού, στην μετοικεσία και τη προσφυγιά.
Ο ελληνισμός της θα χαθεί στη σκοπιμότητα της ανταλλαγής.
Οι Έλληνες αιχμάλωτοι οδηγούνταν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων σε φάλαγγες μετά από μαρτυρική πεζοπορία πολλών ημερών ακόμη και μηνών, oλοι μαζί μέσα στις φάλαγγες, αξιωματικοί και στρατιώτες, τουλάχιστον μέχρι να διαχωριστούν από τους Τούρκους. Οι αιχμάλωτοι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί οδηγούνταν σε στρατόπεδα στο Κιρ Σεχίρ, μικρή πόλη νότια της Άγκυρας, και στην Καισάρεια. Οι στρατιώτες αιχμάλωτοι μοιράζονταν στοιβαγμένοι στα στρατόπεδα αιχμαλώτων του Ουσάκ, της Προύσας , του Μπαλουκεσέρ και άλλων περιοχών.Γεύτηκαν όλοι, από το βαθμό του ανώτερου αξιωματικού μέχρι και του ανθυπασπιστή και του απλού στρατιώτη, το μαρτύριο της δίψας, τις πορείες θανάτου των Γεσίρ, υπάκουσαν ταπεινά στην εντολή «Τσικάρ» και απογυμνώθηκαν από κάθε ρούχο και ότι άλλο πολύτιμο είχαν πάνω τους. Πετροβολήθηκαν και μαχαιρώθηκαν, ραβδίστηκαν και γιουχαΐστηκαν από τα πλήθη, περιελούστηκαν με ακαθαρσίες ανθρώπινες και ζώων, διαπομπεύτηκαν και εξευτελίστηκαν παντοιοτρόπως, εκτελέστηκαν ψυχρά και αναίτια, περιφερόμενοι από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό της Ανατολίας, έτσι, για να χαρούν οι τούρκικοι πληθυσμοί τη νίκη των όπλων τους και να εκτονώσουν τα ταπεινά και βάρβαρα αισθήματά τους.
Πλημμύρισαν οι δρόμοι όλης της Τουρκίας με αξιοθρήνητες φάλαγγες αιχμαλώτων, που όποιος δεν τις είδε δεν μπορεί να φανταστεί τι θα πει ατίμωση λαού.
Μισότρελοι τέλος όλοι τους από τον τρόμο και τη ντροπή, γυμνοί, πεινασμένοι και αποζωομένοι, θα φτάσουν όσοι μπόρεσαν στα στρατόπεδα της αιχμαλωσίας τους.
Ο ανθυπασπιστής Κατηφόρης, διηγείται: «Πιαστήκαμε έξω από τη Σμύρνη πολλές χιλιάδες που είχαμε χάσει τα σώματά μας και κατεβαίναμε άτακτα προς τα παράλια. Mας έκλεισαν στα συρματοπλέγματα. Εκεί, ήρθαν πολλοί λυσσασμένοι τουρκοκρητικοί με μαχαίρια και έπεσαν σαν λύκοι ανάμεσά μας και σκότωναν πολλούς, χωρίς στη αρχή να τους εμποδίζει κανένας. Επειδή γινόταν αληθινή σφαγή και σηκώθηκε μεγάλη ταραχή μέσα στους αιχμαλώτους και από τα ξεφωνητά και τα ουρλιάσματα νόμιζες πως πολλά άγρια ζώα τρώγονταν μεταξύ τους, επεμβήκαν αξιωματικοί τους και σταμάτησε το κακό. Όχι από την επιθυμία να μας σώσουν αλλά γιατί φοβήθηκαν πως θα τους φεύγαμε».
Ο αμερικανός, γενικός πρόξενος στη Σμύρνη το 1922, Τζόρτζ Χόρτον, στο βιβλίο του «Τουρκία, η κατάρα της Ασίας» σημειώνει για τους Έλληνες αιχμαλώτους. «Πολλοί εκτελέστηκαν σε αποσπάσματα αλλά οι περισσότεροι-χιλιάδες δηλαδή, πέθαναν από τη πείνα , τις αρρώστιες και τις κακουχίες».
Οι μαρτυρίες των αιχμαλώτων για τη πόλη της Μαγνησίας, θέλουν όλες να είναι η πόλη αυτή, πόλη της φρίκης και του παραλόγου.