Του Βασίλη Λαμπόγλου
Ο Νίκοs Γόδας γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί και προέρχονταν από μία εύπορη οικογένεια δημοκρατικών πεποιθήσεων. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η προσφυγική του οικογένεια πέρασε στη Μυτιλήνη, στο Ρέθυμνο και τελικά κατέληξε στην Κοκκινιά.
Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στη Νίκαια στην οδό Κυδωνιών, τη σημερινή Πέτρου Ράλλη.
Ο Νίκος εργαζόταν ωs ζωγράφοs στο εργοστάσιο τηs ''Κεραμεικόs''(εκεί που είναι η Ελαίs σήμερα,οδόs Πειραιώs) και έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα του εργοστασίου(Κεραμεικόs Καμινίων).
Εκεί τον είδαν από τον Ολυμπιακό και του πρότειναν να υπογράψει δελτίο στα 17 του.
Έτσι, γνωρίζει τον Γιάννη Παπαΐωάννου, τον “ψηλό”, τον ρεμπέτη, ο οποίος έπαιζε ποδόσφαιρο στον Πειραϊκό, που έκανε προπόνηση επίσης στο “καρβουνάδικο”(Καραισκάκη).
Του Νίκου του άρεσε το ρεμπέτικο.
Ο Νίκος, έχοντας γνωρίσει τον Παπαϊωάννου, αποφασίζει να ανοίξει μια δική του επιχείρηση, ένα νυχτερινό κέντρο που θα παίζεται ζωντανά ένα καινούργιο είδος μουσικής που άγγιζε τα λαϊκά στρώματα και του ήταν ήδη οικείο από τα ακούσματα στη Μικρά Ασία.
Ενα παιδί 18 χρονών ανοίγει μια επιχείρηση στη οποία θα παίζεται μια επισήμως απαγορευμένη από τη μεταξική δικτατορία μουσική.
Ταυτόχρονα, είναι ενδεικτικό του πόσο ελεύθερο πνεύμα ήταν ο Νίκος, καθώς το ρεμπέτικο ήταν αποκηρυγμένο από το επίσημο ΚΚΕ.
Παρότι δημοκρατικών και αριστερών πεποιθήσεων δεν ήταν ακόμα γραμμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Έτσι, ανοίγει το μαγαζί.
Το ονομάζει “τα αραπάκια” διότι στην είσοδο της αυλής είχε στις κολώνες της πόρτας δύο πήλινες τέτοιες φιγούρες.
Έκεί έπαιξε ο Τσιτσάνης, η ξακουστή τετράς του Μάθεση, εκεί ο Μάρκος Βαμβακάρηs πρωτοπαρουσίασε πολλά τραγούδια του.
Από 'κει περνάει όλη αφρόκρεμα των δημιουργών του ρεμπέτικου και εκεί ο Νίκος είναι πρωτεργάτης και ταυτόχρονα παίζει μπάλα.

