«Η διερώτηση για το αν ο κόσμος είναι πραγματικός» μπορεί να είναι παλιά, όμως στην εποχή της εικονικής πραγματικότητας και του metaverse μοιάζει πιο επιτακτική, ειδικά μετά την υποχώρηση των μεγάλων αφηγήσεων του 20ου αιώνα που κατέστησαν σε ανύποπτο χρόνο «ύποπτες» οι προφήτες Μαρξ, Νίτσε, Φρόιντ. Φυσικά, οι αφηγήσεις δεν εξαφανίστηκαν, αφού αποτελούν «το θεμέλιο της ταυτότητας» απλώς κατακερματίστηκαν, εξατομικεύτηκαν, εμπορευματοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να χαθεί το μεγάλο προσδιοριστικό νόημα, να κυριαρχήσει ο βούρκος του παραλόγου. Έτσι, ο άνθρωπος, ζώο λογικό, μιμητικό, πολιτικό (και μεταφυσικό), είναι «το μόνο ον που εκπλήσσεται με την ίδια του την ύπαρξη», γι΄ αυτό και αποκτά «οντολογικό άγχος» καθώς «όλη μας η αξία συνίσταται στη σκέψη».
Με αυτούς τους φιλοσοφικούς στοχασμούς ο Γάλλος ιστορικός και ειδικός στον ναζισμό Johann Chapoutot στο βιβλίο του
«Η μεγάλη αφήγηση – Εισαγωγή στην ιστορία του καιρού μας» (μετ. Γ. Καράμπελας, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2023) μας προετοιμάζει για κάτι όχι τόσο αισιόδοξο που έρχεται ολοταχώς καταπάνω μας. Στην ουσία μας παρέδωσε μία εργαλειοθήκη ερμηνείας του παρόντος και ιχνηλάτισης του μέλλοντος αφού η ανθρωπότητα (τουλάχιστον στη δυτική της έκφανση) κουβαλάει υποδόριες ιστορικές δυναμικές που τη στοιχειώνουν….
Με μια καταλυτική ευρυμάθεια σύγχρονων μελετών και μιας μεγάλης λογοτεχνικής γκάμας ο Γιοχάν Σαπουτό φεύγει από τη γεγονοτολογία και στρέφεται στο πνεύμα, την κουλτούρα για να μας εισάγει στις αιτίες που οδήγησαν στην αποδόμηση και στην κατάρρευση των μεγάλων αφηγήσεων. Στην ουσία πρόκειται για μια πραγματεία της φιλοσοφίας της ιστορίας του καιρού μας, μια συγκέντρωση αποδείξεων της επικείμενης αλλαγής παραδείγματος…
Η θεώρησή του είναι κυρίως γαλλοκεντρική, εντάσσεται και πάσχει από το σύνδρομο του Δυτικού Κανόνα. Αναμφίβολα η θεώρηση αυτή έχει μεγάλη αξία για μας τους δυτικούς, διότι το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων αφορά πρωτίστως τη δυτική ρητορεία. Οι άλλοι δεν έχουν μιλήσει ακόμα.
Οι αιτίες της κατάρρευσης των μεγάλων αφηγήσεων
Το πρώτο αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει ο Σαπουτό αναφέρεται στην «εξάντληση της προνοιοκρατίας». Γράφει για την Καθολική Εκκλησία και την διανοητική εξουσία της μετά την απόσχισή της από το ιουδαϊσμό, εξουσία που άσκησε μέσα από τη θεολογία στην πρόσληψη και την υφή του χρόνο επί αιώνες, εγκαινιάζοντας ένα «χριστιανικό καθεστώς ιστορικότητας» σε αντίθεση με τον κυκλικό χρόνο των Ελλήνων. Η «αμετάκλητη περατότητα του χρόνου» που χορηγεί η Εκκλησία ως «δηλητήριο» (Νίτσε), διαθέτει το αντίδοτο της «αιώνιας ζωής». Τη μέθοδο αυτή χρησιμοποίησαν πάπες, κρίσιμοι θεολόγοι και Καθολικοί φιλόσοφοι μέχρι την αντιμετώπιση του Διαφωτισμού που εκκοσμίκευσε τον διανυσματικό χρόνο των χριστιανών με τη μορφή της «προόδου».
Η δεύτερη απόδειξη που πραγματεύεται ο Σαπουτό είναι η διαπίστωση που προέκυψε σοκαριστικά μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, επικαλούμενος τον ποιητή Πολ Βαλερύ ότι «η άβυσσος της ιστορίας είναι αρκετά μεγάλη για όλους. Νιώθουμε ότι ένας πολιτισμός είναι τόσο εύθραυστος όσο μια ζωή». Γράφει: «Ο Μεγάλος Πόλεμος προκάλεσε αναταραχές στη γλώσσα, αμφιβολίες στην αφήγηση, έως και εξέγερση ενάντια στη διήγηση» και ακόμα «η κρίση της επιστημονικής αφήγησης, η κρίση του Διαφωτισμού έτσι όπως τον αναθεώρησε, διόρθωσε και εμβάθυνε ο επιστημονισμός, είναι επίσης κρίση του νοήματος». Και επιστρέφει στον Βαλερύ με το ότι «η ιστορία είναι το πιο επικίνδυνο προϊόν που έχει αναπτύξει η χημεία της διάνοιας»… για να φτάσει στους υπαρξιστές και να εξηγήσει πως αφού δεν υπάρχει Θεός για να μας δώσει μια ουσία, άρα ούτε και πρόνοια, δηλαδή δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να σκεφτόμαστε με όρους πεπρωμένου ή προορισμού, ο άνθρωπος «γίνεται από πρόσωπο χαρακτήρας» με αποτέλεσμα η «εμπειρία του παραλόγου ως ριζική συνειδητοποίηση» προκαλεί «ναυτία».
Η τρίτη απόδειξη – δυναμική αλλαγής παραδείγματος στην Ιστορία αφορά στην κατάρρευση της «μαρξιστικής εσχατολογίας» που είχε προσλάβει θρησκευτικά χαρακτηριστικά, συγγενή με αυτά της Καθολικής Εκκλησίας, όχι μόνο οραματικά και οργανωτικά, αλλά και ψυχαναλυτικά. Ο διαλεκτικός υλισμός έρχεται να εκκοσμικεύσει τις ελπίδες των ανθρώπων και να διαυγάσει την ιστορία που εν τέλει είναι ταξικός ανταγωνισμός. Υπό το πρίσμα του ιστορικού υλισμού, ο Σαπουτό διέρχεται τις τραγικές εσωτερικές περιπέτειες του κομμουνισμού και της «φετιχοποίησης του κόμματος» μέσα από τις μεταλλάξεις που επέβαλαν οι πραγματικές συνθήκες και η διαστροφή της διάνοιας του Ιωσήφ Στάλιν.
Η τέταρτη απόδειξη αφορά την αποδόμηση στην ιστορική πράξη της κοσμοθεωρίας του ναζιστικού κόμματος (Weltanschauung) η οποία προσέλαβε και αυτή χαρακτηριστικά πολιτικής θρησκείας ανταποκρινόμενη στις βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες της γερμανικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Στην τελευταία απολογία του στη Νυρεμβέργη (1948) όπου δικάζεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ο στρατηγός των SS και διοικητής του Einsatzgruppe D –ομάδα επέμβασης που έδρασε στην Ουκρανία και την Κριμαία- δρ Όττο Όλεντορφ αναλύει τον ναζισμό ως «πολιτισμικό ή ακόμα και πνευματικό φαινόμενο» και λέει:
«Ο ναζισμός δεν είναι η αιτία, αλλά η συνέπεια μιας πνευματικής κρίσης. Απευθυνόμενος στους δικαστές του λέει πως η ήττα του ναζισμού δεν έλυσε επ’ ουδενί αυτή τη μεγάλη κρίση του καιρού μας, διότι οι «υπέρτατες αξίες και κριτήρια για το πώς πρέπει να αισθάνεται, να σκέφτεται και να δρα κανείς εξακολουθούν να απουσιάζουν. Τα μεταφυσικά θεμέλια είναι απόντα». Έτσι, «η δημοκρατική ιδέα είναι πολύ επιφανειακή. Δεν εμπεριέχει αυτή τη βεβαιότητα που θα όριζε την ανθρώπινη ζωή στην ολότητά της. Απονέμει καθήκοντα και δικαιώματα σε πρόσωπα και σε κοινωνικές οργανώσεις, χορηγεί ατομικές ελευθερίες –αλλά ποτέ δεν τις δικαιολογεί».
Πέμπτον, ο Σαπουτό, στο κεφάλαιο με τίτλο «Με λευκή φωνή» διερευνά τη μεταπολεμική λογοτεχνία στη Γερμανία, την «λογοτεχνία των ερειπίων», για να περάσει στη συνέχεια στη γαλλική. Ξεκινάει με τη διαπίστωση πως μετά το 1945 ξέσπασε μια «πραγματική κρίση της αφήγησης» αφού «η μελέτη των λόγων που δίνουν νόημα στην ιστορία συνεπάγεται εξέταση των στιγμών κατά τις οποίες η ιστορία μοιάζει να εκδικείται το νόημα».
Επικαλείται τον φιλόσοφο της Σχολής της Φρανκφούρτης Τέοντορ Αντόρνο που στο κείμενό του 1951 «Κριτική του πολιτισμού και κοινωνία» γράφει πως «η κριτική του πολιτισμού έρχεται αντιμέτωπη με το τελευταίο στάδιο της διαλεκτικής μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας: το να γράφει κανείς ποιήματα μετά το Άουσβιτς είναι πράξη βάρβαρη».....