Οἱ ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου σταθήκανε πνευματικὸ φυτώριο. Μέσα στὸ ταπεινὸ αὐτὸ ἐκκλησάκι, στοὺς Ἀγέρηδες, ὁ Ὅσιος παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ μία πλειάδα ταπεινῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἴχανε ὀργανώσει αὐτὲς τὶς ἀγρυπνίες.
Λειτουργὸς ὁ ἀκούραστος ψάλτης ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι ἀριστερὸς ψάλτης ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Καὶ γύρω τους ἕνα ἐκκλησίασμα ἀπὸ ταπεινοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν κουραζόντανε, οὔτε ἀπὸ τὶς μακρυὲς ἀκολουθίες, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, οὔτε ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία. Οὔτε τὰ βλέφαρά τους κλείνανε, οὔτε τὰ γόνατά τους λυγίζανε.
Οἱ ταπεινοὶ αὐτοὶ Χριστιανοί, οὔτε συλλόγους εἴχανε σκαρώσει, οὔτε λόγους βγάζανε, οὔτε συχνάζανε στὰ γραφεῖα τῶν ἐφημερίδων, ἀπαιτώντας προσωπικὴ προβολὴ καὶ παινέματα τῶν δημοσιογράφων, οὔτε καλούσανε κανέναν ἰσχυρὸ νὰ ‘ρθη, νὰ τοὺς καμαρώση καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύση.
Δὲν κάνανε κοινωνικό Χριστιανισμό, οὔτε εἶχε ψηλώσει ὁ νοῦς τους, ὥστε νὰ θέλουνε νὰ βολέψουνε τὰ στραβὰ τοῦ κόσμου, σὰν κείνους τοὺς πιὸ θεόστραβους ἀπ’ ὅλους, ποὺ παρασταίνουνε τὸν ἐκλεχτό τοῦ Θεοῦ, τὸν προωρισμένο ν’ ἀποκαταστήση τὴν δικαιοσύνη του, στὸν ξεστρατισμένο κόσμο. Ἤτανε ἄνθρωποι ἁπλοί, ταπεινοὶ Χριστιανοί, ποὺ πιστεύανε στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, στὴ Παναγία Θεοτόκο καὶ στοὺς ἁγίους Του. Καὶ πιστοὶ στὸ Λόγο Του, δὲν νοιαζότανε γιὰ τὰ κρίματα τῶν ἀλλονῶν, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά τους. Κι’ αὐτὲς τὶς δικές τους πληγὲς πασχίζανε νὰ ἐπουλώσουνε μὲ νηστεῖες, μὲ προσευχή, μὲ καθημερινὴ παρουσία στὸν Οἶκο Του, μ’ ἀδιάκοπο διάβασμα τοῦ Λόγου Του, τοῦ Εὐαγγελικοῦ καὶ τῶν βίων τῶν ἁγίων, ποὺ βρίσκανε μέσα στὰ συναξάρια.