Είχα την τύχη στα δεκαπέντε μου χρόνια να ξεφυλλίσω το γνωστό βιβλίο της Γ´ Γυμνασίου, με τίτλο Δραματική ποίηση. Ο μόνος λόγος που κράταγε τότε ενεργό το ενδιαφέρον μου σε εκείνο το βιβλίο ήταν ότι στις σελίδες του, κάθε λίγο και λιγάκι, αναφύονταν το πρόσωπο μιας ψηλόλιγνης δωρικής γυναικείας φιγούρας. Δε μπορούσα, τότε, να εννοήσω τη συνάφεια ανάμεσα στο κείμενο και το πρόσωπο, γιατί δε μπορούσα να συλλάβω ότι αυτά τα βαριά, τα ακαταλαβίστικα κείμενα μπορούσαν να παιχτούν στο θέατρο. Και, αν μπορούσαν, ποιοι ήταν όλοι αυτοί που τα έπαιζαν; Ήμουνα σίγουρος ότι δεν ήταν απλοί ηθοποιοί, δεν ήταν καν ηθοποιοί, ήταν άλλη κατηγορία ανθρώπων.
Πλησίασα τη μάνα μου, λίγο για να μάθω, λίγο για να δοκιμάσω τις γνώσεις της και τη ρώτησα: «Ποια είναι, καλέ μαμά, αυτή εδώ ;» «A! η Συνοδινού, η τραγωδός!»
Δεν ξέρω τι είχε μέσα του εκείνο το επιφωνηματικό Α! Σίγουρα, όμως, ξέρω τις ανεξίτηλες εντυπώσεις που άφησε μέσα στην καρδιά μου. Ποια ήταν αυτή η Συνοδινού; Ζει ή πέθανε; Στην εφηβική μου φαντασία αυτά τα πρόσωπα ήταν σαν τους ήρωες που, ενώ είναι πανάρχαιοι, δεν έχουν ηλικία και γι’ αυτό δεν πεθαίνουν.