Όταν η μόδα του αντικληρικαλισμού κατακτά την Ελλάδα.
Του Τάσου Αναστασίου από την Ρήξη φ. 141.
Eνα θέμα που αναδύεται στην επικαιρότητα όταν υπάρχει ανάγκη αποπροσανατολισμού του κόσμου ή έτσι, επειδή είναι πιασάρικο και πουλάει, είναι η περιουσία της Εκκλησίας και η φορολόγηση αυτής. Επειδή σε αυτήν τη χώρα έχουμε πήξει από πρωτότυπες ιδέες, «προοδευτισμό» και δίψα να μοιάσουμε στους «Ευρωπαίους», καλό θα ήταν να διασαφηνιστούν κάποια ιστορικά δεδομένα. Καταρχάς, η περιουσία αυτή αποκτήθηκε από δωρεές και κληροδοτήματα μοναχών, απλών πιστών του λαϊκού σώματος, καθώς και στρατηγών και αυτοκρατόρων και ανήκε στις ανά την ελληνική επικράτεια μητροπόλεις, στους ναούς και τα μοναστήρια. Χρησιμοποιήθηκε ένα μέρος της για την άσκηση κοινωνικής αλληλεγγύης στους έχοντες ανάγκη, τη δημιουργία σχολείων για τη διάσωση της γλώσσας και των παραδόσεων και τη χρηματοδότηση των δεκάδων επαναστάσεων την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατ’ εξοχήν της Επανάστασης του 1821.
Είναι, επομένως, απολύτως λογικό, η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους να βρίσκει την Εκκλησία –μετά από 1800 περίπου χρόνια ύπαρξης– να κατέχει το ένα τέταρτο της γης (Πρακτικά της ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, συνεδρία 2.4.1987, σελ. 5076) του νέου ελληνικού κράτους. Ωστόσο, με αρχή τα τρία διατάγματα του 1833, 1835 και 1836 από τον Βαυαρό και προτεστάντη αντιβασιλέα Όθωνα και συνέχεια τους νόμους 1072/1917, 2050/1920, 4684/1931 καθώς και τη σύμβαση του 1952, η Εκκλησία υποχρεώθηκε σε διάλυση εκατοντάδων μοναστηριών και σε αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων της από το κράτος, με αντίτιμο που αυτό όριζε και που σχεδόν ποτέ δεν εξοφλούσε. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η απώλεια για την Εκκλησία μεγάλου μέρους της περιουσίας της (96% υπολογίζουν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, γύρω στο 65% υποστηρίζει η αντίθετη άποψη). Αυτός είναι και ο λόγος που το ελληνικό κράτος, το 1945, προέβη στην ανάληψη της υποχρέωσης μισθοδοσίας των κληρικών, σε αντάλλαγμα της υφαρπαγής του συντριπτικού μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι με το εναπομείναν ποσοστό (4% έως μέχρι και 35%, αναλόγως την προσέγγιση) κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.