Ανάμεσα σε έναν λαό και στον τόπο όπου κατοικεί συνάπτονται πάντα σχέσεις αμοιβαίας επίδρασης. Η φυσιογνωμία του τόπου διαπλάθει αργά και σταθερά τον χαρακτήρα των κατοίκων και αντιστρόφως, με τον μόχθο και τα έργα τους οι κάτοικοι σημαδεύουν και μεταβάλλουν τους όγκους από πέτρα και άργιλο, τις υδάτινες ροές, τον αιγιαλό και τις λίμνες, ό,τι περιβάλλει την ανθρώπινη παρουσία και της δίνει έδαφος για να σταθεί. Στην ελληνική περίπτωση το πρώτο που παρατηρεί σήμερα κανείς είναι ότι η ανθρώπινη παρουσία δείχνει να μην έχει την παραμικρή επίγνωση για το τι οφείλει στο περιβάλλον της. Τώρα που το καλοκαίρι ξανάρχεται, όχι τόσο ως διακριτή εποχή του χρόνου(μια και από μετεωρολογική άποψη οι διαφορές ανάμεσα στις εποχές πάνε να καταργηθούν) όσο ως μία περίοδος όπου απλώς θα αλλάξουν για λίγο οι συνήθειες των ανθρώπων, γίνεται πιο φανερό ότι αυτά που η φύση σμίλεψε μες στις ψυχές επί αιώνες εξαλείφονται με ραγδαίο ρυθμό. Τι προσέφερε το ελλαδικό τοπίο; Απαλότητα στις γραμμές, συχνές εναλλαγές στη μορφολογία της στεριάς και των θαλάσσιων περιοχών, διαύγεια στην ατμόσφαιρα. Και τι ανταπέδωσε ο πληθυσμός; Συνήθως ανυπόμονες, σπασμωδικές και βίαιες επεμβάσεις, μια έφοδο κατά κύματα της προχειρότητας εναντίον της γης που κάποτε ονομαζόταν τροφός. Να στρέφεσαι εναντίον της τροφού σου είναι, βέβαια, αχαριστία σε βαθμό ωμότητας. Πώς όμως να μην είναι κάποιος αχάριστος όταν αγνοεί αυτά που χρωστά;
Οι καταπατητές δημοσίων εκτάσεων, οι κατασκευαστές εξαμβλωματικών κτισμάτων, οι ακόρεστοι επιχειρηματίες για τους οποίους οι παραλίες δεν είναι παρά προαύλια των ξενοδοχείων τους όπου το θαλάσσιο λουτρό σερβίρεται πριν από τα αναψυκτικά και τις μπύρες, ίσα-ίσα για να ανοίξει η όρεξη στους πελάτες για περισσότερο φαγητό και χαύνωση μισοξαπλωμένη μπροστά σε γαλάζιο φόντο, όλα αυτά και άλλα πολλά κατέληξαν να είναι αντιπροσωπευτικά του πώς αντιλαμβάνονται πολλοί στην χώρα μας το φυσικό αγαθό. Ασφαλώς, υπάρχουν και εκείνοι που ενοχλούνται από τη στάση αυτή. Το μεγάλο όμως όπλο της παράταξης των αδηφάγων είναι η υπόσχεση ότι, όπως όλα τα τερπνά πράγματα, έτσι και η φύση μπορεί να μας έλθει στο πιάτο και χωρίς προσπάθεια ο κατάκοπος και αγχωμένος κάτοικος της πόλης να απολαύσει αυτή τη γεύση και τη δροσιά που, άλλοτε, κερδιζόταν μόνο αν κάποιος περιδιάβαζε αρκετά σ’έναν αγρό, έστριβε σ’ ένα μονοπάτι, ξεδιψούσε από μια πηγή στο ξέφωτο ενός δάσους ή βουτούσε στα νερά ενός κολπίσκου κρυμμένου στα ριζά των βράχων.
Είναι αλήθεια ότι η πρόταση των εμπόρων της θερινής αναψυχής είναι δελεαστική. Όταν νιώθει κανείς κουρασμένος τείνει να ζητήσει την ξεκούραση, χωρίς να σκέπτεται μήπως το φάρμακο επιδεινώσει την πάθηση. Γιατί, στην πραγματικότητα, η πάθηση δεν είναι άλλη από την ανία που έρχεται όταν κάποιος έχει αφεθεί ακριβώς στην εντύπωση ότι «έρχονται» όλα απ’έξω προς το μέρος του, και τα καλά και τα κακά. Το να είσαι πανδέκτης στη ζωή είναι αρρώστια, αν δεν έχεις τη διάθεση να μετασχηματίσεις τίποτα. Αλλά αυτό δεν είναι που πιο πολύ από όλα τιμωρεί η φύση; Με κάθε τρόπο, με κάθε μήνυμα μας λέει πως αν δεν ενεργήσουμε, εκφυλιζόμαστε. Υποχρεωμένο το ζώο να αναζητήσει την τροφή του, το ίδιο και το φυτό που απλώνει τις ρίζες του εκεί όπου οι χυμοί στο υπέδαφος είναι πλουσιότεροι. Το ότι λείπουν τα αναγκαία στο έμβιο όν δεν είναι έλλειψη καθηλωτική, είναι όρος για να αναπτυχθεί και να φθάσει σ’ αυτό που έχει τη δυνατότητα να γίνει. Η φύση λοιπόν απευθύνει πάντα ένα κάλεσμα προς τον άνθρωπο. Δεν βρίσκεται αντίκρυ και γύρω του για να πλαισιώνει μεγαλοπρεπώς την ύπαρξη του. Ούτε είναι απλώς το θέατρο της δράσης του. Τον καλεί να δράσει, αλλά αφού προηγουμένως έχει μαθητεύσει κοντά της και έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι πίσω από τις συντυχίες υπάρχουν αιτίες, πίσω από τα συμβάντα υπάρχουν νόμοι, νόμοι, ωστόσο, που αφήνουν μερικές φορές και ορισμένα κενά. Σε κάθε περίπτωση έργο του ανθρώπου είναι να ενεργήσει στους κόλπους της φύσης με τη συνείδηση ότι υπόκειται σε κάποιες αρχές που τον υπερβαίνουν, χωρίς να τον δυναστεύουν υποχρεωτικά. Εκεί έγινε το μεγάλο λάθος.
Νόμισε η ανθρωπότητα ότι έπρεπε να δαμάσει τη φύση, όπως θα δάμαζε ένα αγρίμι για να το μετατρέψει σε κατοικίδιο. Η φύση όμως δεν θα φθάσει ποτέ στην κατάσταση να εξαρτάται απόλυτα από το αν την ταΐζει και την συντηρεί ο άνθρωπος. Την εκπροσωπεί περισσότερο το γεράκι παρά η όρνιθα. Αυτό άλλωστε δεν δηλώνει και το μούδιασμα της ανθρωπότητας σήμερα μπροστά στο φαινόμενο της κλιματικής κρίσης; Είναι σαν να της επιτίθεται, ορμώντας μέσα απ’τα σύννεφα, κάτι κακόβουλο και νοσηρό, μια εκδικητική δύναμη που πάει να ακυρώσει οτιδήποτε επινόησαν οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι με την ακράδαντη πεποίθηση ότι, όπως ο πλανήτης γη, έτσι και οι γαλαξίες είναι ένα πεδίο ανοιχτό για αυτούς, χωρίς μυστικά. Και κυρίως χωρίς έναν Νου πολύ πιο σύνθετο και πολύ πιο πλατύ από τον δικό τους για να τους κρίνει, όπως έκρινε, κάποτε, το πέταγμα του Ικάρου και τον φρενήρη καλπασμό του Βελλεροφόντη.
Στη διάθεση των Ελλήνων, κατά την αρχαιότητα, υπήρχε πάντα αυτή η προειδοποίηση. Την έστελναν οι χρησμοί, οι μύθοι, οι ιδέες. Χάρη στα τοπία της χώρας τους γινόταν ανάγλυφη και προσιτή-την άγγιζες- η έννοια της αρμονίας, της ισορροπίας, το ζύγισμα των δυνάμεων. Πόσα διδάγματα δεν πήρε η σκέψη και η τέχνη από τις καμπύλες των λόφων και των βουνών, από τον καμβά τον σχηματισμένο με πέλαγα και νησιά, από τη διαφάνεια στην ατμόσφαιρα χάρη στην οποία το ανθρώπινο μάτι μπορούσε να διασχίζει απρόσκοπτα την απόσταση ανάμεσα στα επίγεια άχθη και την αιώνια ηρεμία των αστεριών; Δεν ήταν μόνο ο ποιητής, ο στοχαστής, ο γλύπτης που μπορούσαν να αναβλέψουν σε όσα υπάρχουν πολύ πάνω από τα κεφάλια τους. Για τον ταπεινό χωρικό ήταν επίσης μία διέξοδος που την γνώριζε καλά. Υπήρχαν στιγμές που καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του το σούρουπο ανέβαινε με το βλέμμα του ως εκείνα τα αιθέρια ύψη όπου για λίγο τα λαντευόταν, έπειτα ισορροπούσε, και κατέβαινε πάλι στη γη με το αίσθημα πως δεν τα ρυθμίζει όλα η αδυσώπητη Ανάγκη. Πάνω στα πράγματα αφήνει το ανεξίτηλο ίχνος του και κάτι άλλο που, όπως το διαισθάνθηκε πρώτος ο πρόγονος του, ο βοσκός Ησίοδος, αγκαλιάζει ερωτικά το κάθε πλάσμα, το κάθε άνθος, το κάθε θαλάσσιο κύμα, το κάθε φύσημα του ανέμου. Ό,τι υπάρχει παρουσιάζεται για να αγαπηθεί. Υπό τον όρο ότι ο άνθρωπος θα αποσπάσει το αξιαγάπητο από το βλαβερό και απεχθές στον κόσμο. Το καλό πρέπει να αποτραβηχτεί, να γλυτώσει από το κακό. Πράγμα που σημαίνει πως απαιτείται θέληση, απόφαση και γνώση. Είναι αυτό που θα’ θελαν να αποφύγουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, αυτό που κάνει επίσης τους Έλληνες ,τόσο ασκημένους κατά τα άλλα στην προσπάθεια, να οπισθοχωρούν. Δεν έχουν το κουράγιο να δράσουν, γιατί δεν διακρίνουν πια μέσα στη φύση ένα πνεύμα με το οποίο θα ήταν δυνατόν να συνομιλήσουν.