Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΝΑΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΝΑΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Ας το κάνουμε με τον τρόπο του μπουρλοτιέρη!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Ο Κ. Κανάρης στο νεκροκρέβατό του.


Αμήχανα, ψελλίζοντας διάφορα για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, η ελληνική πολιτική τάξη παρακολουθεί μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου το Ορούτς Ρέις να προκαλεί.
Τότε, που ψυχωμένο έθνος είχαμε και φτιάχναμε κράτος, αλλιώς επέβαλαν οι Έλληνες το δίκιο τους!
Γ. Τ.
----------*****---------

Κωνσταντίνος Κανάρης: «Δεν έχουμε έθνος, μα θα κάνουμε!»

Ψαριανός πυρπολητής, ο γενναίος ήρωας κι αργότερα άξιος πολιτικός τής ελεύθερης πατρίδος, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, είχε πετύχει να συνδυάζει θαυμαστές αρετές. Κι αυτές είναι πού του χάρισαν την πραγματική δόξα, την άσβηστη μνήμη. Γενναίος, άλλα καί ταπεινός. Δραστήριος, άλλα καί με βαθιά πίστη στο Θεό. Τίμιος καί συνεπής στις υποσχέσεις του. Να, ένα απ’ τα πολλά περιστατικά, πού δείχνει το μεγαλείο τής ψυχής του ήρωα.
Το καλοκαίρι του 1825 ο Κανάρης ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια με σκοπό να κάψει τον εχθρικό στόλο. Ήταν, όμως, τόση ή γαλήνη στη θάλασσα, πού το καραβάκι του δυσκολευόταν πολύ να προχωρήσει. Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Στο μεταξύ, τους τέλειωσαν οι τροφές, το νερό κι ήταν όλοι τους νηστικοί καί διψασμένοι. Πάνω στην δύσκολη τούτη ώρα:

– Καπετάν-Κωνσταντή, ακούστηκε ή φωνή ενός ναύτη, δες ένα καράβι!
– Καλά, είπε ήσυχος ο Κανάρης.
Σε λίγη ώρα κοντοζύγωσαν το άγνωστο πλοίο. Ήταν αυστριακό ιστιοφόρο.
– Εμπρός, παιδιά! Πιάστε τους γάτζους, έδωσε διαταγή ο Κανάρης καί σε λίγο μαζί με μερικούς ναύτες ανεβαίνουν στο ιστιοφόρο.
Με τις πιστόλες στο χέρι ζητάνε τον καπετάνιο. Εκείνος κατατρομαγμένος τους ρώτησε, τί θέλουν.
– Θέλουμε ψωμί, νερό κι ότι άλλο φαγώσιμο έχεις, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα, του είπε ο Κανάρης.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Το σπίτι και το εκκλησάκι του Κανάρη στην Κυψέλη


του Ιωάννη Μιχαήλ

“Canaris! Nous t’ avons oublie’
…Ta gloire est dans la nuit”
Victor Hugo
(«Κανάρη! Σε λησμονήσαμε
… Η δόξα σου νυχτώθηκε»)
μτφ. Κ. Παλαμά

Για τον Κωνσταντίνο Κανάρη (1794 - 1877) έχουν γραφεί πολλά και συνάμα τόσο… λίγα, λαμβανομένων υπόψη της απήχησης, της διατοπικότητας και διαχρονικότητας του συγκεκριμένου ιστορικού Προσώπου. Υπενθυμίζεται ότι ο «μεταπολεμικός» Κανάρης από το έτος 1853 διέμενε με τη σύζυγό του Δέσποινα σε οικία εντός κτήματος στην περιοχή της Κυψέλης. Επρόκειτο για ένα απλό σπίτι που μάλλον… δεν παρέπεμπε σε πρωθυπουργική έπαυλη με πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό. ΟSogliali επισκεπτόμενος τον γηραιό ήρωα που «εκάθητο με το σώμα κεκυρτωμένο, επί βρυοσκεπούς εδωλίου παρά τη μικρά κρήνη, εν μέσω ροδώνων», κάνει λόγο για «οικία με πρασίνους περσίδας», «μικρόν περιβόλιον» και «μικρόν κήπον». Σύμφωνα με τον Freeman«…ο πολιοκρόταφος ήρως, το φθινόπωρον του βίου του, δαπανά καλλιεργών κηπάριον ή ως ξυλουργός ή τρέφων όρνιθας, κατοικεί δε εν πενιχρά καλύβη ήτις είναι ωσάν όασις εις την πέριξ των Αθηνών ερημία. Έχει δε απέναντι την θάλασσαν, ης εδέσποσεν κάποτε. Ο κοιτών αυτού λιτός, εφαίνετο αρμόδιον κατάλυμα της εν αυτώ ενοικούσης τιμίας ψυχής». Ίσως να μην είναι τυχαίο, ότι αυτό το απέριττο ύφος ακολούθησε το ζεύγος Κανάρη μέχρι και την τελευταία κατοικία του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών…

Κατά το έτος 1876, στο συγκεκριμένο χώρο –εν Κυψέλη- επισκεπτόταν τον Κανάρη ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Σε αυτές τις «συνεντεύξεις» ο ψαριανός «στερεοτύπως απήντα» προς τον θαυμασμό του ποιητή «μετά παιδικής αφελείας» ότι: «όλα, παιδί μου, όλα τα κατορθώνει η προς την πατρίδα αγάπη». Αναφερόμενος στις εφιαλτικές στιγμές προσκόλλησης του πυρπολικού στην ναυαρχίδα του Καραλή, όπου η λέμβος διαφυγής δεν μπορούσε να αποσπασθεί «ως εάν εκρατείτο υπό μυστηριώδους αφανούς δαίμονος», δήλωνε «μετ’ απεριγράπτου μειδιάματος» ο μέγιστος Ναυμάχος: «τα ολίγα δευτερόλεπτα, τα οποία εδαπανήθησαν εν τω απροσδοκήτω εκείνω συμβάντι, ήσαν αρκετά να επιφέρουν την καταστροφήν μας [...] Οι τούρκοι ήσαν τόσοι, ώστε, εάν έπτυον επάνω μας, θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως. Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός δεν το επέτρεψε και μας έσωσε, διότι εγνώρισε την ψυχήν των δούλων του». Έτσι, έκλεινε τις ολιγόλογες αφηγήσεις του ο Πυρπολητής, χωρίς ίχνος περιαυτολογίας και με το βλέμμα (άλλοτε μειλίχιο μα και κάποτε αστραποβόλο) πάντα στραμμένο προς τον Ουράνιο Πατέρα.