Ο Κ. Κανάρης στο νεκροκρέβατό του. |
Αμήχανα, ψελλίζοντας διάφορα για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, η ελληνική πολιτική τάξη παρακολουθεί μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου το Ορούτς Ρέις να προκαλεί.
Τότε, που ψυχωμένο έθνος είχαμε και φτιάχναμε κράτος, αλλιώς επέβαλαν οι Έλληνες το δίκιο τους!
Γ. Τ.
----------*****---------
Κωνσταντίνος Κανάρης: «Δεν έχουμε έθνος, μα θα κάνουμε!»
Ψαριανός πυρπολητής, ο γενναίος ήρωας κι αργότερα άξιος πολιτικός τής ελεύθερης πατρίδος, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, είχε πετύχει να συνδυάζει θαυμαστές αρετές. Κι αυτές είναι πού του χάρισαν την πραγματική δόξα, την άσβηστη μνήμη. Γενναίος, άλλα καί ταπεινός. Δραστήριος, άλλα καί με βαθιά πίστη στο Θεό. Τίμιος καί συνεπής στις υποσχέσεις του. Να, ένα απ’ τα πολλά περιστατικά, πού δείχνει το μεγαλείο τής ψυχής του ήρωα.
Το καλοκαίρι του 1825 ο Κανάρης ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια με σκοπό να κάψει τον εχθρικό στόλο. Ήταν, όμως, τόση ή γαλήνη στη θάλασσα, πού το καραβάκι του δυσκολευόταν πολύ να προχωρήσει. Μα δεν ήταν μονάχα αυτό. Στο μεταξύ, τους τέλειωσαν οι τροφές, το νερό κι ήταν όλοι τους νηστικοί καί διψασμένοι. Πάνω στην δύσκολη τούτη ώρα:
– Καπετάν-Κωνσταντή, ακούστηκε ή φωνή ενός ναύτη, δες ένα καράβι!– Καλά, είπε ήσυχος ο Κανάρης.Σε λίγη ώρα κοντοζύγωσαν το άγνωστο πλοίο. Ήταν αυστριακό ιστιοφόρο.– Εμπρός, παιδιά! Πιάστε τους γάτζους, έδωσε διαταγή ο Κανάρης καί σε λίγο μαζί με μερικούς ναύτες ανεβαίνουν στο ιστιοφόρο.Με τις πιστόλες στο χέρι ζητάνε τον καπετάνιο. Εκείνος κατατρομαγμένος τους ρώτησε, τί θέλουν.– Θέλουμε ψωμί, νερό κι ότι άλλο φαγώσιμο έχεις, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα, του είπε ο Κανάρης.