τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Ξαναδιαβάζοντας κάπου γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ κορωνοϊοῦ, ὅταν οἱ ζηλωτὲς Ἰουδαῖοι δὲν ἔλεγαν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὶς ἀπαγορεύσεις, ξαναγυρίζω στὴν παλιὰ σκέψη: στὴν ἀμιγῆ της μορφή, ἡ πίστη εἶναι ἀντικοινωνική.
Ὁ κομμισσάριος τοῦ Κόμματος ποὺ ἐγκαλεῖ ὡς προδότες ὅσους ζητοῦν νὰ ἐκκενωθεῖ τὸ Τσερνόμπιλ· ὁ δικαιωματολόγος ποὺ πιστεύει στὰ σοβαρά ὅτι οἱ ἀναξιοπαθεῖς καὶ οἱ μειονοτικοὶ ἔχουν πάντα δίκιο· ὁ θρησκευόμενος ποὺ τό ’δεσε κόμπο ὅτι τὸ κακὸ ἐκεῖνον δὲν τὸν ἀγγίζει ἐπειδὴ κατέχει τὴ μόνη καὶ ἀποκλειστικὴ ἀλήθεια – ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν κοινὴ τὴν ἀφοσίωση σ’ ἕνα ἀπόμακρο ἰδεῶδες, σὲ ἕνα ὅραμα ποὺ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος ὁ συγκεκριμένος, ὁ πραγματικὸς δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει, εἶναι ἀναλώσιμος. Τὸ πέραν τοῦ ἀνθρώπου προσδοκοῦν, στὸ ὑπεράνθρωπο ἀποβλέπουν. Γι’ αὐτὸ καὶ τόσο συχνὰ καταλήγουν, ποῦ ἀλλοῦ, στὸ ἀπάνθρωπο.
Ὅσο πιὸ «καθαρὸ» καὶ ἀσυμβίβαστο εἶναι ἕνα πιστεύω θρησκευτικό, ἕνα πολιτικὸ ἰδανικό, ἕνα ὅραμα ἠθικό, ἕνα δόγμα αἰσθητικό, τόσο περισσότερο ὁδηγεῖ στὸν φανατισμό. Εἶναι ἡ λατρεία πρὸς τὸν ἕνα καὶ μόνο Θεό, οἱ παρακλητικὲς δεήσεις γιὰ τὸν ἕναν καὶ μόνο Κόσμο τὸν τέλειο καὶ ὁριστικό, ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν καὶ ἀπαρασάλευτων Ἐλευθεριῶν ποὺ μᾶς κάνει μισαλλόδοξους. Ἐμπρὸς στὸν μεγαλειώδη Σκοπό, κάθε ἀμφισβητίας, κάθε ἄπιστος ἀναπόφευκτα γίνεται ἐχθρός, ἐμπόδιο ὀχληρὸ ποὺ πρέπει νὰ βγεῖ πάσῃ θυσίᾳ ἀπ’ τὴ μέση. Κι αὐτὸ ἤδη ἀπὸ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀχαάβ.
«Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· συλλάβετε τοὺς προφήτας τοῦ Βάαλ, μηδεὶς σωθήτω ἐξ αὐτῶν· καὶ συνέλαβον αὐτούς, καὶ κατάγει αὐτοὺς ᾿Ηλιοὺ εἰς τὸν χειμάρρουν Κισσῶν καὶ ἔσφαξεν αὐτοὺς ἐκεῖ».

