Του Ηλία Μπιτσάνη
Ανήμερα τ’ Αγιωργιού μετά την εκκλησιά, είχε... κούνια. Ο θείος Γιώργης έδενε την τριχιά από ένα γερό μπράτσο ελιάς, τη ζύγιζε και η πιτσιρικαρία το απολάμβανε. Εθιμο ατελές κατά πως μάθαμε στη συνέχεια. Με ρίζες στην αρχαιότητα, η τελετή της “αιώρας” γινόταν την ημέρα των Χοών κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων. Κατά το μύθο, κάποτε ο θεός των αμπελιών και του κρασιού Διόνυσος πέρασε από την Αθήνα και τον φιλοξένησε ο Ικάριος, χωρίς να γνωρίζει πως ήταν θεός. Σε ανταπόδοση ο Διόνυσος του έμαθε πώς να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί. Αυτός όταν έφτιαξε το πρώτο κρασί, το έβαλε σε ασκιά και το πουλούσε. Το ήπιαν “ανέρωτο” κάποιοι βοσκοί και... έπεσαν ξεροί από το μεθύσι. Οταν τους είδαν οι φίλοι τους υπέθεσαν ότι τους δηλητηρίασε ο Ικάριος και τον σκότωσαν θάβοντας το πτώμα στο βουνό. Η κόρη του Ηριγόνη ανησύχησε που άργησε ο πατέρας της και άρχισε να τον ψάχνει παρέα με τη Μαίρα, το πιστό σκυλί της οικογένειας. Το οποίο την οδήγησε στο σημείο που είχε θαφτεί ο Ικάριος, αφού είδε δει όλη τη σκηνή της θανάτωσης. Η Ηριγόνη ξέθαψε το νεκρό, θρήνησε, καταράστηκε τις κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια τύχη με αυτήν και κρεμάστηκε από το δέντρο. Θύμωσε ο Διόνυσος όταν έμαθα το τραγικό τέλος του Ικάριου και σκόρπισε μια αρρώστια για να εκδικηθεί τους Αθηναίους. Οι νεαρές κόρες τους τρελαίνονταν και χωρίς λόγο κρεμιούνταν σε δέντρα και αυτοκτονούσαν. Οι Αθηναίοι έτρεξαν στο μαντείο των Δελφών και ρώτησαν τι πρέπει να κάνουν. Και πήραν την απόκριση ότι πρέπει να καθιερώσουν μια γιορτή προκειμένου να εξιλεωθούν για την Ηριγόνη. Ετσι καθιέρωσαν τη γιορτή της “αιώρας” και το κακό σταμάτησε. Στη διάρκεια της γιορτής γίνονταν θυσίες και δείπνα, ενώ οι παρθένες κρεμούσαν μικρές κούκλες από κερί ή άργιλο που αναπαριστούσαν τα κορίτσια που είχαν κρεμαστεί. Παράλληλα έφτιαχναν αιώρες στα δέντρα και κουνιούνταν μόνες ή με τις κούκλες. Το έθιμο της αιώρας διαδόθηκε σε πολλές περιοχές και έφθασε μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Σε πολλές περιοχές την ημέρα αυτή ανέβαιναν στις κούνιες ανύπαντρες κοπέλες καλοντυμένες και είχαν κατ’ εξαίρεση το ελεύθερο να χαμογελάσουν και να μιλήσουν με τους νεαρούς, ήταν μια ευκαιρία να γνωριστούν και να αγαπηθούν, ενώ ακούγονταν και ανάλογα τραγούδια. Κατά την ατελή παράδοση, οι κούνιες έμειναν παιδικό παιχνίδι αλλά κατά βάση συνέχιζαν να ανεβαίνουν κορίτσια και φυσικά στα πιο μικρά ακουγόταν το πασίγνωστο... “κούνια μπέλα”.
[Στη φωτογραφία η κούνια του θείου Γιώργη ο οποίος μαζί με τον πατέρα μου, έσπρωχναν την (μικρή) ξαδέρφη μου Βούλα για την “αιώρηση”. Η κούνια είχε δεθεί σε ένα χοντρό μπράτσο της ελιάς, δίπλα στο μονοπάτι πάνω από τον όχτο που άλλαζε επίπεδο το κτήμα]