Από Π. Τ.
Αισθάνομαι την ανάγκη να σχολιάσω, έστω λίγο αργοπορημένα, ένα κείμενο με τον αξιοθαύμαστο τίτλο “η ειρήνη είναι η πιο όμορφη λέξη της κάθε γλώσσας“, το οποίο αφορά την κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία και το προσυπογράφουν κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς και προσωπικότητες από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Αξιέπαινη, χωρίς καμία αμφιβολία, η πρωτοβουλία και η πρόθεση όλων όσων προσυπογράφουν το κείμενο, το οποίο δημοσιεύουμε ολόκληρο παρακάτω αλλά αρκετά ατυχές το περιεχόμενο και ο πολιτικός προσανατολισμός του.
Ασφαλώς μπορούν τα ζητήματα που αφορούν τις θαλάσσιες οριοθετήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο να λυθούν, όπως πολύ σωστά γράφει το κείμενο, με ειρηνικό και αμοιβαία επωφελή τρόπο .
Για αν γίνει, όμως, αυτό χρειάζεται και οι δύο πλευρές του Αιγαίου να είναι απόλυτα προσηλωμένες στη μόνη βάση πάνω στην οποία θα πρέπει να στηριχθεί η ειρηνική επίλυση αυτών των ζητημάτων και αυτή η βάση δεν μπορεί να είναι καμία άλλη εκτός του πλήρους σεβασμού των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας, του Διεθνούς Δικαίου και ειδικότερα για την συγκεκριμένη περίπτωση, της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, πράγματα για τα οποία δεν λέει απολύτως τίποτα το κείμενο για την πιο όμορφη λέξη της κάθε γλώσσας, την ειρήνη.
Όπως δεν λέει τίποτα το κείμενο για το ποιοι παραβιάζουν ωμά και κατάφορα τις διεθνείς δικαιικές ρυθμίσεις, προβάλλουν επεκτατικές βλέψεις και σχέδια, απειλούν με πόλεμο (casus belli), διεκδικούν νησίδες και νησιά που δεν τους ανήκουν (“γκρίζες ζώνες”) και παρουσιάζουν χάρτες (“γαλάζιες πατρίδες”) με το μισό Αιγαίο, σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και βεβαίως αφαιρούν από τα ελληνικά νησιά την δυνατότητα υφαλοκρηπίδας.
Γιατί, όμως, το κείμενο δεν λέει τίποτα για αυτά που είναι το “ψητό” της υπόθεσης και για οποίο προκαλούνται σφοδρές διενέξεις ; Είναι τυχαίο ή μήπως είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας να κρατηθούν κάποιες “ίσες αποστάσεις” από τις δύο πλευρές, πράγμα που τελικά, θελητά ή αθέλητα, γέρνει προς εκείνη την πλευρά που αδικεί, με συνέπεια οι προσπάθειες για την ειρήνη όχι μόνο να πέφτουν στο κενό αλλά να κινδυνεύουν να ενισχύουν πολύ διαφορετικές επιδιώξεις, οι οποίες, φυσικά, δεν βρίσκονται στις προθέσεις όλων όσων συνυπογράφουν και συμμετέχουν στην πρωτοβουλία.