Την περίοδο 1824-1827 η Τριφυλία έγινε τόπος άγριων μαχών και γνώρισε πρωτοφανή καταστροφή του ανθρώπινου και φυσικού της πλούτου. Η αντιμετώπιση του Ιμπραήμ με συνεχή κλεφτοπόλεμο, καθώς είχε οργανωμένο και αριθμητικά υπέρτερο στρατό και η αντιμετώπιση των Νενέκων και του προσκυνήματος, κράτησαν την επανάσταση ζωντανή και ανέδειξαν τη στρατηγική ιδιοφυία του Κολοκοτρώνη.
Οι Τριφύλιοι Ντρέδες αντέταξαν τον μέχρι τέλους αγώνα στην αντιμετώπιση του Ιμπραήμ. Κατάφεραν να κρατήσουν ελεύθερες τις περισσότερες περιοχές τους, ενώ προσέτρεχαν σε όλα τα πεδία των κύριων μαχών, στις άλλες επαναστατημένες περιοχές.
Ο Ιμπραήμ επιχείρησε να υποτάξει τους Ντρέδες και τα Σουλιμοχώρια το 1827 και το 1828. Απέτυχε. Το 1827 έγιναν τρείς μάχες στην περιοχή των Ντρέδων: η μάχη στο Λάπι Κοπανακίου (22/4/1827), η μάχη στο Ψάρι (24/4/1827) και η μάχη στον Αετό (29/4/1827). Το 1828 έγινε τέταρτη μάχη στα Γουβαλάρια Δωρίου (20/5/1828).
Η μάχη στο Λάπι “συγκαταλέγεται μεταξύ των επισημωτέρων συγκροτηθεισών μαχών καθ` όλον τον Ελληνικόν Αγώνα”, σύμφωνα με το Γρηγοριάδη.
Πριν ξεκινήσει η μάχη, ο Ιμπραήμ έστειλε μια κολακευτική επιστολή γεμάτη υποσχέσεις, για στρατιωτικούς βαθμούς και χρηματική βοήθεια στους Ντρέδες της περιοχής και «άφεσιν και συγχώρησιν», αν υποταχτούν.
Η απαντητική επιστολή των Σουλιμοχωριτών/Ντρέδων είναι ενδεικτική του τρόπου σκέψης, των αξιών και του φρονήματος των αγωνιστών της εποχής.
Η προσφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και ο ρόλος της μεσσηνιακής επανάστασης του 1834 στη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους έχει αποσιωποιηθεί, υποτιμηθεί ή και επικριθεί. Κάποιοι την ονόμασαν σκωπτικά «Βλαχοεπανάσταση του 1834», ωσάν να μην ταρακούνησε συθέμελα τη φαύλη και διεφθαρμένη Βαυαροκρατία που επιχειρούσε να καθορίσει τις τύχες του τόπου στο όνομα μάλιστα του «συνολικού συμφέροντος», επιφυλάσσοντας νέα δεσμά για την Ελλάδα.
Αν δεχτούμε ότι ήρωας είναι άνθρωπος που με τις πράξεις και τα ανδραγαθήματά του, εκφράζει την ανάγκη μιας κοινωνίας ή ενός έθνους να ανακτήσει τα ηθικά και πολιτισμικά του ερείσματα, τότε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, όπως και οι συναγωνιστές του που τον ακολούθησαν στην προσπάθειά του να σώσει την τιμή και την υπόληψη της ταπεινωμένης και δοκιμαζόμενης Ελλάδας, είναι ήρωες.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης Τα κανόνια που ήχησαν το Ναυαρίνο στις 8 Οκτωβρίου 1829 – θα πρέπει να ακούστηκαν ως εδώ στο Πάνω Ψάρι- σηματοδότησαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Εξέφραζαν και ενσάρκωναν το κύμα διαμαρτυρίας της φιλελληνικής και φιλελεύθερης Ευρώπης για τις σφαγές των Ελλήνων. Τίποτα όμως δεν χαρίστηκε σ’ αυτήν τη χώρα: Δίχως το χορό του Ζαλόγγου, δίχως το χάνι της Γραβιάς, τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια, δίχως το ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου και των Ψαρών, οι κατακτητές θα είναι απλώσει παντού το σάβανό τους πάνω στην Ελλάδα και η Ευρώπη θα έμενε αδιάφορη για τη μοίρα αυτής της χώρας. Σε αυτό το προσκλητήριο του έθνους, σε αυτό το νέο σάλπισαμα για την τιμή των Ελλήνων, σ’ αυτήν τη ύστατη ευκαιρία για την προάσπιση και κατοχύρωση των επιτευγμάτων της Επανάστασης, που ποτίσθηκε με αίμα και δάκρυα, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν παρών, στην πρώτη γραμμή του αγώνα.
Μετά την ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, οι Έλληνες κλήθηκαν ή θα έπρεπε να κληθούν κανονικά, να διαφεντεύσουν τον τόπο τους.
Στις 6 Γενάρη του 1828 ο Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, έφθασε με εγγλέζικη φρεγάτα στο Ανάπλι, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της Ελλάδας, κατ’ επιταγή της συνέλευσης της Τροιζήνας (3 Απρίλη 1827) και μετά από ενέργειες του Κολοκοτρώνη. Η συνέλευση ενέκρινε και το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο, αν και η ισχύς του ανεστάλη, ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό Πολίτευμα, εμπνευσμένο από τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες.
«Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», διακήρυττε.
Το Σουλιμά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ελεύθερο ελληνικό έδαφος και συνεπώς το πλέον ασφαλέστερο μέρος για να γίνονται οι συσκέψεις και τα συμβούλια των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου. Εκεί συγκεντρώθηκαν ο Ζαχαριάς με τα παλικάρια του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τ’ ασκέρι του, ο Γιώργης από τον Αετό, ο Θανάσης Πετιμεζάς, ο Αναγνωσταράς, ο Πέτροβας, ο Τρίγκας, ο Νταγρές, ο Γιαννάκης Γκάζντας, ο Γιώργος Συρράκος και άλλοι για να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν μετά τον σκληρό διωγμό από τους Τούρκους.
Στο αρχοντικό των Παπατσωραίων, αναφέρει ο Φραντζής, ανέβαινε πολλές φορές ο ίδιος αλλά και ο τότε θρυλικός μητροπολίτης Τριφυλίας Γερμανός και όρκιζαν ‘’φιλικούς’’ πολλούς κλεφτοκαπεταναίους.
Επίσημα η Επανάσταση κηρύχτηκε από τους Ντρέδες στις 24 Μαρτίου 1821, μία ημέρα δηλαδή ενωρίτερα από εκείνη που είχε προκαθοριστεί από τη Φιλική Εταιρεία.
Αλλά εκεί που διέπρεψαν κυριολεκτικά οι Ντρέδες και το Σουλιμά καταξιώθηκε στην Ιστορία, ήταν κατά την περίοδο του επικού εννιάχρονου απελευθερωτικού αγώνα του 1821, που σήκωσαν δυσανάλογα μεγάλο βάρος σε σχέση με τον πληθυσμό των Σουλιμοχωρίων, για την ελευθερία των Ελλήνων.
«Εις τούτον τον τόπον ουδεμία πράξις φιλοπατρίας δεν έμεινεν ατιμώρητος»
Εμμανουήλ Ροΐδης
Το καλοκαίρι του 1834, η κατάσταση στην απελευθερωμένη χώρα απείχε πολύ από το να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υποφερτή για τον μέσο πολίτη, αυτόν που πολέμησε, υπέφερε, στερήθηκε, μάτωσε, έθαψε δικούς, είδε το σπίτι του και τη σοδειά του να καταστρέφονται, όμως με επιμονή και επιμονή κατάφερε, τελικά, να διώξει τον Τούρκο δυνάστη.
Όσοι πολέμησαν και θυσίασαν στην Επανάσταση, προσωπική ζωή, υγεία, οικογένεια μαζί με το φτωχικό βιός τους, ένιωθαν στο πετσί τους τον παραγκωνισμό και την απαξίωση, καθώς στο απελευθερωμένο κομμάτι της Ελλάδας, τις θέσεις ευθύνης και τα καίρια πόστα, αλλά και τις όποιες ευκαιρίες, που τους εξασφάλιζαν άνετη και πλούσια διαβίωση, τις νέμονταν μεταξύ τους Φαναριώτες, "Φιλέλληνες", Βαυαροί, τυχοδιώκτες και δουλοπρεπείς παρατρεχάμενοι της εξουσίας.
Για να έχουμε μια πραγματική εικόνα της κατάστασης, πρέπει να γνωρίζουμε πως μόνο το 1/6 των Ελλήνων είχε δική του γη και μόνο το 1/4 δικό του ζώο. Όσοι καλλιεργούσαν εθνική γη πλήρωναν ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επί πλέον ένα 10% ως φόρο της δεκάτης, χωρίς να υπολογίσουμε τις αυθαιρεσίες των εισπρακτόρων.
Ο καλλιεργητής έδινε, επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό στον ιδιοκτήτη των ζώων και των εργαλείων καθώς και για τους σπόρους. Τελικά δεν του απέμενε ούτε το 30% της παραγωγής του! Αν, φυσικά, πήγαιναν όλα καλά και δεν πάθαινε σοβαρές ζημιές από τον καιρό και τις αρρώστιες. Είναι χαρακτηριστικός ο στίχος από το δημοτικό τραγούδι της εποχής:
ξήντα παράδες το σφαχτό, δύο γρόσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ' άλογο, ποιος θε να υποφέρει;...
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ενέργειες του προτεστάντη Αντιβασιλέα Μάουρερ που ήταν αρμόδιος για τα εκκλησιαστικά, είχαν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις μέσα στην κοινωνία, που είχαν ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές, οι οποίες πήραν επικίνδυνες διαστάσεις, φτάνοντας στα όρια του διχασμού. Και με όλη αυτή την ερεβώδη κατάσταση να καταπλακώνει τις ψυχές και την καθημερινότητα των Ελλήνων, ήρθε και η καταδίκη "εις θάνατόν" των στρατηγών Θόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Πλαπούτα και ακολούθησε η από καιρού αναμενόμενη έκρηξη.
Ο ξεσηκωμός των Ντρέδων
Στις 29 Ιουλίου 1834, ημέρα Κυριακή, πεντακόσιοι Σουλιμοχωρίτες-Ντρέδες, με επικεφαλής τον καπετάνιο τους Γιαννάκη Γκρίτζαλη από το Ψάρι, αιφνιδίασαν τις αρχές της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς), που ήταν η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας και αφού συνέλαβαν το Νομάρχη Δημήτριο Χρηστίδη, τον στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και τον Δημόσιο Ταμία, τους οδήγησαν στο Πάνω Ψάρι, όπου τους φυλάκισαν.
Στη θέση των αρχών που καταργήθηκαν δημιουργήθηκε μια "Πατριωτική Επιτροπή", για να «αντιπροσωπεύσει τον λαόν της επαρχίας Τριφυλίας εις την περίστασιν ταύτην και ως πληρεξούσιοι αυτών διορίζονται να αναφέρωσιν όπως κρίνωσιν αρμοδιότερον τα παράπονα και τας ικεσίας του λαού τούτου, προς ανόρθωση των καταπατηθέντων αυτού δικαίων».
Την 31η Ιουλίου η "Πατριωτική Επιτροπή", εξέδωσε δύο προκηρύξεις, μετά από δημόσια συνέλευση, από τις οποίες η πρώτη, που υπογραφόταν από έντεκα επαναστάτες, απευθυνόταν στον ελληνικό λαό, ενώ η δεύτερη απευθυνόταν στον Όθωνα και υπογραφόταν από 71 έγκριτους πολίτες όλων των τμημάτων της Επαρχίας Τριφυλίας και του Τμήματος Ζούρτσας της Επαρχίας Ολυμπίας. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την πρώτη προκήρυξη:
«ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγανακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβούμενοι καθ' εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθερίας, με αγανάκτησιν μας δε μαθόντες τον επηρεασμόν και την παράνομον επέμβασιν της εξουσίας εις το εν Ναυπλία δικαστήριον, υπό του οποίου άνθρωποι προσφιλέστατοι εις την πατρίδα δια υποθετικά και ανύπαρκτα εγκλήματα κατεδικάσθησαν εις την εσχάτην τιμωρίαν, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισσίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων ημών». Παρότρυνε δε τους πληρεξουσίους της «Πατριωτικής Επιτροπής» Τριφυλίας να προωθήσουν τη συνταγματική μοναρχία.
Στις 30 Μαρτίου 1827, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, με θητεία επτά ετών. Ο Κυβερνήτης, αφού επισκέφθηκε κατά σειρά την Αγία Πετρούπολη, το Λονδίνο και το Παρίσι, κατευθύνθηκε, στη συνέχεια, στην Αγκώνα, όπου έφτασε στις 8 Νοεμβρίου. Εκεί, όπως είχε κανονιστεί, θα επιβιβαζόταν σε αγγλικό πλοίο για να έρθει στην Ελλάδα, με μια ενδιάμεση στάση στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα, για να προσκυνήσει τους τάφους των προγόνων του.
Και τότε άρχισαν τα παράδοξα. Αφού τον κράτησαν στην Αγκώνα σε αναμονή 49 μέρες(!), στη συνέχεια, το πλοίο που τον παρέλαβε, τον μετέφερε, αντί για την Ελλάδα, στην Μάλτα! Εκεί, αφού δέχθηκε τις διπλωματικές "νουθεσίες" του ναυάρχου Κόδριγκτον, επιβιβάστηκε, στις 14 Ιανουαρίου, στο αγγλικό πολεμικό πλοίο Warspite 74. Με συνοδεία δύο ακόμη πολεμικών πλοίων, ενός γαλλικού κι ενός ρωσικού, στις 18 Ιανουαρίου 1828 (δέκα μήνες μετά την απόφαση της Γ' Εθνοσυνέλευσης), έφτασε επιτέλους στο Ναύπλιο, όπου ανέλαβε καθήκοντα.
Από την ένδοξη ιστορία των ΝΤΡΕΔΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ στην Ανω Τριφυλία (Μεσσηνία)!
Γνωρίζουμε τον μέγιστο των κλεφταρματωλών στην προεπαναστατική Πελοπόννησο Μάρκο Ντάρα.
Γεννήθηκε στο Ψάρι της επαρχίας Τριφυλίας στις 12 Δεκεμβρίου 1700.
Ήταν άντρας ψηλός και ωραίος, μελαχρινός με μακριά μαλλιά και “μύστακα επιμήκη”. Πάντοτε “εφόρει λαμπράν χρυσοποίκιλτον εκ μελανός βελούδου ενδυμασίαν έφερε δε πανοπλία κεχρυσωμένην”.
Από το 1720 μέχρι το 1745 διετέλεσε κλεφταρχηγός ή ανεξάρτητος αρματωλός και ήγείτο άλλοτε 80-150 και άλλοτε 200-300 εκλεκτών παλληκαριών Αρκαδινών, και είχε ως αρματωλίτικη σημαία την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με την επιγραφή “Προστάτης των Χριστιανών Πελλοπονήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης των Τούρκων και Τουρκαλβανών”. Προκαλούσε τρομερές λεηλασίες και σφαγές στους Τούρκους και στους Αλβανούς και εκείνοι τον έτρεμαν. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους διασημότερους κλεφτοκαπεταναίους του Μωριά αναγνωρισμένος γενικός αρχηγός όλων των κλεφτών του Μωριά. Η δράση του και τα κατορθώματα του μπορουν να συγκριθούν μόνο με όσα κατάφεραν οι Μωραίτες κατά την διάρκεια της επανάστασης.
Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι δεν θα τα βγάλουν πέρα με τον Ντάρα , ό οποίος τους κατέσφαζε σε κάθε μάχη, και για αυτό το λόγο προχωρήσανε σε σχέδιο εξόντωσης του Μάρκου και των δικών του, Μήτρο Πυθυμούντα , Δήμο Κολοκοτρώνη, Ιωάννη Μαντά και Μήτρο Περίβολο. Βρήκαν λοιπόν ένα Βούλγαρο στην καταγωγή, τον Τσέλιο Κριτσέβα, ο οποίος υπηρετούσε στην φρουρά του Σαραγιού στην Τριπολιτσά, και σκότωσε για τα μάτια μιας Τουρκοπούλας ένα Τούρκο αξιωματικό της φρουράς. Του πρότειναν ή να γίνει προδότης ή θα τον σκοτώσουν. Δήθεν λοιπόν διέφυγε από το δεσμωτήριο και κατέφυγε στον νταιφά του Μάρκου που λημέριαζε σε μια ρεματιά του περίφημου λόγγου του χωριού Κόκλα. Ο Ντάρας και οι άλλοι τον πίστεψαν και τον κράτησαν κοντά τους ως υποτακτικό τους, αλλά η παγίδα είχε ήδη στηθεί. Ο Κριτσέβας θα τους οδηγήσει στη χωσιά που είχαν στήσει οι Τούρκοι στο χωριό Δραγουμάνου της Ολυμπίας, χωρίς να αντιληφθεί ο Μάρκος με τους Καπεταναίους τους το παραμικρό. Η μάχη που δόθηκε ήταν λυσσαλέα ,οι Τούρκοι υπεράριθμοι και για αυτό οι κλέφτες τράβηξαν τα σπαθιά τους για να ξεφύγουν. Η μάχη έγινε σώμα με σώμα και κατέληξε υπέρ των Τούρκων που ήταν περισσότεροι. Οι κλέφτες πολεμώντας γενναία διέσχισαν τις γραμμές των Τούρκων πληρώνοντας όμως βαρύτατο φόρο αίματος. Από τους εκατόν είκοσι που αποτελούσαν τον νταιφά του Μάρκου, γλύτωσαν μόνο σαράντα πέντε με τον Ντάρα επικεφαλής. Όλοι οι άλλοι ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι μετξύ των οποίων και οι Μήτρος Πυθυμούντας , Δήμος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης Μαντάς και Μήτρος Περίβολος.
Φυσικά ο Κριτσέβας έφυγε με τους Τούρκους, με τα κεφάλια των κλεφτών στα σακιά, για την Τριπολιτσά όπου του ετοίμασαν πανηγύρι για να τον τιμήσουν και ο Μώρα Βαλεσής Σουλειμάν Πασάς το αντάμειψε με λεφτά και βαθμούς. Αφού τελείωσαν οι γιορτές ζήτησε να φύγει από τον Μωριά και του έδωσαν φρουρά τριάντα Τουρκαλβανών για να τον συνοδέψουν στο Ναύπλιο για να φύγει με καράβι στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ντάρας με τους τρομερούς Ντρέδες του τους έστησαν χωσιά στον Αχλαδόκαμπο και τους περικυκλώνουν σε ένα χάνι που είχαν σταματήσει. Η φρουρά του Κριτσέβα παρέδωσε τα όπλα της αλλά πέρασαν όλοι από τα γιαταγάνια των Ελλήνων ενώ ο Ντάρας κόβει σε κομμάτια τον προδότη Κριτσέβα. Κατόπιν τους έκοψαν τα κεφάλια και αφού τα φόρτωσαν σε μουλάρι τα έστειλαν πεσκέσι στον Μώρα Βαλεσή μαζί με ιδιόχειρη επιστολή που έγραψε ο Ντάρας.
” Σουλειμάν πασά Βαλή του Μορέως. Σου γράφω πως εγώ έπιασα και έσφαξα τον άτιμο προδότη σου Βούλγαρο Τσέλιο Κριτσέβα και τους Αρβανίτες στρατιώτες σου. Να μάθεις λοιπόν πως και εσύ και οι λοιποί ομόθρησκοί σου Μπέηδες και Αγάδες του Μωρέως να πάψετε πλια να μας κυνηγάτε και να μας σκοτώνετε, γιατί αλλιώς να καρτερείτε όλοι τέτοιον θάνατο όπως του άτιμου Κριτσέβα και των Τουρκαλβανών σου. Άκουσε όλα αυτά που σήμερα σου γράφω, γιατί ύστερα και εσύ και οι Μπέηδες και Αγάδες και οι Αρβανίτες σας θα το μετανιώσετε. Είναι η ώρα έως τρείς μετά το μεσημέρι και εγώ με τους Ντρέδες μου φεύγω από εδώ και πηγαίνω να κάνω λημέρι σε κανένα άλλο μέρος του Μοριά. Από το χωριό Αχλαδόκαμπος στις 20 του μηνός Ιουλίου του έτους 1740. Ο άσπονδος εχθρός σου και των λοιπών Μπέηδων, Αγάδων και Αρβανιτών.
Οι Ντρέδες ήταν Έλληνες Αρβανίτες από την περιοχή της Β. Ηπείρου και αποτελούσαν μία από τις φάρες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα στα τέλη του 14ου αιώνα.
Την ακριβή τους πορεία από την Ήπειρο μέχρι την Μεσσηνία την ξέρουν μόνο οι ίδιοι, αφού πολύ λίγα ιστορικά στοιχεία υπάρχουν για το που σταθμευσαν (Θεσσαλία κ.λ.π.) το σίγουρο πάντως είναι ότι κατέληξαν στην ορεινή βόρεια Μεσσηνία πέριξ του Τετράζιου όρους.
Δεν λεγόντουσαν Ντρέδες από πριν, απλά κάποια στιγμή στο πέρασμα των αιώνων τους έμεινε αυτό το προσωνύμιο.
Σύμφωνα με μία εκδοχή Ντρες σημαίνει αντρειωμένος, παλλικάρι, περήφανος, πολεμιστής ναι όλα αυτά μαζί.
Κατά άλλους το Ντρες είναι παραφθορά του ονόματος Ανδρέας το οποίο και άνηκε σε κάποιον από τους γενάρχες τους.
Υπάρχει και μία τρίτη άποψη που υποστηρίζει ότι το ΝΤΡΕΣ είναι παραφθορά του "Δωριεύς", ονομασία που είχαν υιοθετήσει οι ίδιοι για τους εαυτούς τους λόγω της καταγωγής τους από το αρχαίο ελληνικό φύλλο των Δωριέων την οποία και διαφήμιζαν αφού δεν ήταν λίγοι αυτοί που αμφισβητούσαν την ελληνικότητά τους.
Είχαν ιδιότυπη αυτονομία κι αυτό διότι αφενός οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν για τα άγονα βουνά τους και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι οι Ντρέδες μπορούσαν να παραθέσουν ακόμα και 7.000 πολεμιστές απέναντι στους Τούρκους κάτι το οποίο θα τους δυσκόλευε πολύ ένεκα και του ανταρτοπολέμου τον οποίο θα έκαναν οι Ντρέδες.
Οι Ντρέδες ήσαν ψηλοί, ρωμαλέοι, ευειδείς και φιλελεύθεροι, πάρα πολύ τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, πανούργοι, πείσμονες και οργίλοι, φιλέριδες και πολλές φορές αυθαίρετοι, αλλά και ειλικρινείς και σταθεροί, αγέρωχοι, γλυκόλογοι, περιποιητικοί, φιλόξενοι στο έπακρον και θρήσκοι μέχρι δεισιδαιμονίας.
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η ημερίδα με θέμα: ''ΝΤΡΕΔΕΣ: ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821" την Τετάρτη, 13 Μαρτίου 2019 και ώρα 18:30, στις κεντρικές εγκαταστάσεις του New York College, Αμαλίας 38, Σύνταγμα.
Ήταν μια εκδήλωση που έγινε για πρώτη φορά και διοργανώθηκε από την Ομοσπονδία Συλλόγων - Συνδέσμων Τριφυλίας με την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, του Παντείου Πανεπιστημίου και του Εκπαιδευτικού Ομίλου New York College.
Η προσέλευση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη και ο κόσμος γέμισε τις δύο αίθουσες ασφυκτικά, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που έφυγαν επειδή δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στον χώρο. Αυτό έγινε γιατί άλλαξε το πρόγραμμα της εκδήλωσης που ήταν προγραμματισμένη να γίνει σε άλλο χώρο, λόγω των καιρικών συνθηκών.
Η εκδήλωση, την οποία συντόνιζε ο δημοσιογράφος Κώστας Μαρδάς, ξεκίνησε με τον χαιρετισμό του προέδρου της Ομοσπονδίας Συλλόγων - Συνδέσμων Τριφυλίας, κ. Παναγιώτη Λούτου.
Στη συνέχεια χαιρετισμό απεύθυνε ο πρόεδρος και ιδρυτής του Εκπαιδευτικού Ομίλου New York College, κ. Ηλίας Φούτσης, ο οποίος έχει καταγωγή ντρέδικη. Ο κ. Φούτσης δήλωσε πως δεν περίμενε τόσο κόσμο και ζήτησε συγγνώμη για τη στενότητα του χώρου. Επίσης δεσμεύτηκε η επόμενη ημερίδα να πραγματοποιηθεί στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής.
Χαιρετισμούς επίσης απεύθυναν: ο αρχιμανδρίτης, κ. Σεραφείμ, εκπρόσωπος του μητροπολίτη Τριφυλίας & Ολυμπίας κ.κ. Χρυσοστόμου, ο οποίος διάβασε μήνυμα του μητροπολίτη, η βουλευτής Μεσσηνίας, κα Παναγιώτα Κοζομπόλη, ο πρώην υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, κ. Γιάννης Λαμπρόπουλος, ο δήμαρχος Οιχαλίας, κ. Αριστείδης Σταθόπουλος, ο οποίος και ζήτησε η επόμενη ημερίδα να πραγματοποιηθεί στο Σουλιμά, πράγμα που έγινε δεκτό από την Ομοσπονδία και ο πρώην πρέσβης στην Ουάσινγκτον, κ. Χρήστος Παναγόπουλος.
Τη σκυτάλη έλαβαν οι αξιόλογοι ομιλητές με πρώτο ομιλητή τον κ. Στάθη Παρασκευόπουλο, επίτιμο Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και επίτιμο πρόεδρο του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων, ο οποίος μίλησε για την Επανάσταση στην Τριφυλία από τους Ντρέδες.
Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο δεύτερος ομιλητής, κ. Άγγελος Συρίγος, αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος μίλησε για την ιστορική παρουσία των Ντρέδων στη Μεσσηνία και τον ρόλο τους στην επανάσταση του 1821. Ο κ. Συρίγος έχει κι αυτός καταγωγή ντρέδικη.
Τρίτος ομιλητής ο κ. Γιαννάκης Γκρίτζαλης, κοινωνιολόγος - εργασιολόγος, π. Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας -απόγονος του μεγάλου αγωνιστή Γιαννάκη Γκρίτζαλη-, οποίος μίλησε για τη μεγάλη προσφορά των Ντρέδων το 1821 χωρίς ανάλογη αναγνώριση.
Τελευταία ομιλήτρια ήταν, η δρ. Μαρία Κουρή, λέκτωρ Πολιτιστικής Διαχείρισης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, η οποία μίλησε για τις σύγχρονες μορφές διαχείρισης της μνήμης της Επανάστασης. Η περίπτωση Καλαμάτα 1821: Δρόμοι Ελευθερίας.
Στο τελευταίο μέρος της εκδήλωσης ο συντονιστής της εκδήλωσης, κ. Μαρδάς, ζήτησε από το κοινό αν θέλει κάποιος να τοποθετηθεί εκφράζοντας την άποψή του δημόσια.
Στο βήμα ανέβηκε ο κ. Σταύρος Παπασταυρόπουλος, πρώην δήμαρχος Λαυρίου, ο οποίος έχει καταγωγή ντρέδικη, η κα Λαμπροπούλου, κόρη του Παναγιώτη Λαμπρόπουλου από το Χαλκιά, συγγραφέα του βιβλίου «Οι ΝΤΡΕΔΕΣ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ», η Αλεξάνδρα Τασιγιώργου, συγγραφέας του βιβλίου «ΣΤΗ ΧΟΥΦΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Σουλιμά - Σουλιμοχώρια», ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου «ΝΤΡΕΔΕΣ. ΟΙ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ».
Την εκδήλωση τίμησαν επίσης με την παρουσία τους ο αντιδήμαρχος Οιχαλίας, κ. Αθανάσιος Ν. Κόλλιας, ο αρχιμανδρίτης κ. Γαβριήλ, εκπρόσωπος του αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, η πρώην βουλευτής Μεσσηνίας, κα Νάντια Γιαννακοπούλου, ο πρώην βουλευτής Ηλείας, κ. Μιχάλης Κατρίνης, ο επιχειρηματίας, κ. Κώστας Αρνόκουρος, ο κ. Λεωνίδας Παπακώστας, ο οποίος έχει με τα τραγούδια του υμνήσει τους Ντρέδες, ο υποψήφιος δήμαρχος Οιχαλίας, κ. Γιάννης Αδαμόπουλος, πρόεδροι κι εκπρόσωποι συλλόγων, δημοτικοί και περιφερειακοί υποψήφιοι και πλήθος κόσμου.
Χαιρετισμό απέστειλαν ο πρώην πρωθυπουργός, κ. Αντώνης Σαμαράς και ο υποψήφιος βουλευτής Μεσσηνίας, κ. Μίλτος Χρυσομάλλης.
Την εκδήλωση έκλεισε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας κ. Λούτος, ο οποίος αφού ευχαρίστησε τους ομιλητές και τον κόσμο που παρευρέθηκε, ζήτησε συγγνώμη για τη στενότητα του χώρου κι έδωσε τη διαβεβαίωση πως οι επόμενες ημερίδες με θέμα τους Ντρέδες θα συνεχιστούν ως το 2021 με τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Η ομοσπονδία Τριφυλίας έχει σημαία τους Ντρέδες τόνισε χαρακτηριστικά.
Η εκδήλωση αυτή, που είναι και η πρώτη που γίνεται στην ιστορία, αποτελεί πρόταση του συμπατριώτης μας από το Ρίπεσι (Κεφαλόβρυση) πρώην Νομαρχιακού Συμβούλου Μεσσηνίας και εκ' των ιδρυτικών μελών της Ομοσπονδίας Συλλόγων - Συνδέσμων Τριφυλίας, κ. Σταύρου Σταθόπουλου, του οποίου η συμβολή υπήρξε καθοριστική για την υλοποίηση της.
Τον ευχαριστούμε θερμά για την πρωτοβουλία αυτή κι ευχόμαστε να υπάρξει ανάλογη συνέχεια, γιατί τέτοιες εκδηλώσεις αποτελούν μεγάλη τιμή αλλά και υποχρέωση για όλους εμάς τους Σουλιμαίους και Σουλιμοχωρίτες - απογόνους των Ντρέδων, και πρέπει να τις αγκαλιάζουμε όλοι.
Όλη η εκδήλωση από το anodorio.blogspot.gr για όσους δεν μπόρεσαν να την παρακολουθήσουν από κοντά.
Το 14ο αιώνα περίπου σαράντα οικογένειες κατέβηκαν από την Ηπείρο και εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και του Αυλώνα προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων, που τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό. Εκεί έφτιαξαν τα χωριά τους, τα Σουλιμοχώρια σε στρατηγικό σημείο.
Οι Ντρέδες ήσαν ψηλοί, ρωμαλέοι, ευειδείς και φιλελεύθεροι, πάρα πολύ τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, προσόντα που τους καθιστούσαν ανίκητους στην μάχη. Καθώς οι Τούρκοι τους φοβούνταν και δεν πλησίαζαν στα χωριά τους, αυτά είχαν μετατραπεί σε κέντρο αντίστασης. Οι προσφορά των Ντρέδων στην Επανάσταση, αλλά και στα προεπαναστατικά χρόνια, είναι τεράστια.
Οι Ντρέδες
Το 1380 περίπου, πληθυσμοί της Βορείου Ηπείρου κατέβηκαν νοτιότερα και έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Την περίοδο αυτή στην περιοχή της Τριφυλίας εγκαταστάθηκαν, ως έποικοι, σαράντα οικογένειες με διακόσια γυναικόπαιδα. Αυτοί ήταν Έλληνες Αρβανίτες και κατάγονταν από τους πανάρχαιους Ιλλυριούς Έλληνες της Ηπείρου. Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.
Οι έποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και του Αυλώνα προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων, που τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό. Εκεί έφτιαξαν τα χωριά τους, τα Σουλιμοχώρια.
Τα χωριά αυτά είναι το Σουλιμά, το Ψάρι, το Χρυσοχώρι, το Κλέσουρα, το Λάπι, το Χαλκιά, το Κούβελα, το Κατσούρα, το Ρίπεσι, το Πιτσά και η Αγριλιά.