Παρακολουθούμε αυτό το διάστημα, στις οθόνες των τηλεοράσεών μας, τις έντονες συζητήσεις ιερέων και ιεραρχών της Ελλαδικής Εκκλησίας, με κύρια αφορμή το ζήτημα του γάμου και το αν αυτός θα μπορούσε να περιλαμβάνει άτομα του ίδιου φύλου ή όχι. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, η Ορθοδοξία είναι ξανά στο επίκεντρο τον συζητήσεων. Παρόλα αυτά, δεκαετίες τώρα, ο πολύς κόσμος έχει μάλλον σοβαρή άγνοια για τη θεολογική της παράδοση και η μόνη πληροφόρησή του γι’ αυτή γίνεται από τις τηλεπερσόνες και τις «κίτρινες» σκανδαλοθηρικές διαδόσεις στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα. Αν ισχύει πως η καλύτερη πυξίδα του μέλλοντος είναι το παρελθόν, τότε για την κατανόηση της Ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης, που εμφανώς επηρεάζει τις συζητήσεις σήμερα, λίγες είναι οι αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.
Μία από αυτές είναι αναμφισβήτητα τα έργα του Βρετανού Μητροπολίτη Διοκλείας, Καλλίστου Ware (1934-2022). Ο μητροπολίτης Κάλλιστος ήταν αναμφισβήτητα σημαντική μορφή για την Ορθόδοξη θεολογία και γι’ αυτό η εκδημία του έγινε κάτι παραπάνω από αισθητή σε πιστούς απ’ όλον τον κόσμο. Υπήρξε εμβριθής θεολόγος και πολυγραφότατος συγγραφέας, που είχε εμβαθύνει στην πατερική, και γενικότερα την εκκλησιαστική γραμματεία. Γνώριζε την ελληνική γλώσσα, υπήρξε φίλος και στενός συνεργάτης του Philip Sherrard, αλλά και, μ’ έμμεσο τρόπο, «μαθητής» του π. Γεωργίου Florovsky, του μεγαλύτερου ίσως θεολόγου του περασμένου αιώνα, τον οποίο αποκαλούσε «μέντορά» του.
Το συγγραφικό έργο του π. Καλλίστου καταπιάνεται με μερικά σύγχρονα ζητήματα, ή ακριβέστερα, με παραδοσιακά μεν ζητήματα της Χριστιανοσύνης, που διατηρούν όμως και την επικαιρότητά τους. Τέτοια είναι το σώμα, η σεξουαλικότητα και τα πάθη, το ανθρώπινο πρόσωπο, καθώς και η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα[1]. Συζητώντας περί του σώματος, ο π. Κάλλιστος αναφέρει πως παρόλο που οι Χριστιανοί λογίζονται από πολλούς σαν «μισητές» του, η πραγματικότητα είναι ασφαλώς πιο περίπλοκη. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ορθότερο να μιλήσουμε όχι για μίσος αλλά για μια αμφιθυμία των πιστών απέναντι στο ανθρώπινο σώμα. Αυτό ισχύει ειδικότερα για την ελληνική Χριστιανοσύνη, στην οποία το σώμα θεωρείται, σε γενικές γραμμές, κάτι το εγγενώς αγαθό, όμως παράλληλα προκύπτουν και τάσεις αρνητικές αντιμετώπισής του. Ενδεικτικά, για τον Ωριγένη, ο άνθρωπος πλάστηκε αρχικά «νοητός», δηλαδή το σώμα δεν αποτελούσε μέρος του αρχικού θεϊκού σχεδίου για τον άνθρωπο. Αυτή είναι η γνωστή διδασκαλία περί προΰπαρξης της ψυχής, διδασκαλία που καταδικάστηκε ευθαρσώς στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.).