Η κακία περνάει δύσκολες ώρες τον τελευταίο καιρό. Όχι επειδή δεν υπάρχουν αρκετά δείγματα κακίας -ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει- αλλά επειδή πολλοί κατά τεκμήριο ευφυείς άνθρωποι αρνούνται να παραδεχτούν την ύπαρξή της.
Θεωρούν το «κακό» ένα ξεπερασμένο κατάλοιπο της μεσαιωνικής σκέψη μια υπερφυσική δύναμη που προέρχεται από τον Σατανά, οποίος δηλητηριάζει με κακία τις ψυχές των ανθρώπων για να τελέσει το διαβολικό του έργο. Επομένως, η τάση σήμερα είναι να βάζουμε το «κακό» μέσα σε εισαγωγικά.
Αυτό που που ονομάζουμε κακό ή κακία είναι είτε θέμα ιατρικής -αποτέλεσμα κάποιος ψυχικής ασθένειας- είτε θέμα κοινωνιολογίας -αποτέλεσμα κάποιας κοινωνικής ασθένειας. Αυτή η αντιμετώπιση έχει συνέπειες.
- Πρώτον, το «κακό» βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας, αφορά δηλαδή όσους έχουν ψυχολογικό ή κοινωνικό πρόβλημα.
- Δεύτερον, κανείς δεν είναι πραγματικά υπεύθυνος αν εμφανίζει τέτοια συμπτώματα. Αν κάποιος επιδίδεται σε «κακές» πράξεις δεν μπορούμε να του ζητήσουμε ευθύνες για όσα κάνει. Είναι είτε ψυχικά άρρωστος, είτε θύμα των περιστάσεων. Είναι δυσλειτουργικός από ιατρική άποψη, ή από κοινωνική, αλλά δεν είναι κακός» από ηθική άποψη. Το κακό δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται πως είναι. Είναι πάντα κάτι άλλο.
Θεωρώ αυτές τις απόψεις εντελώς λανθασμένες. Η σύγχρονη, και -υποτίθεται- φωτισμένη αντίληψη του κακού χάνει κάτι πολύ σημαντικό. Δεν υποστηρίζω προφανώς τη μεσαιωνική αντίληψη περί υπερφυσικών δυνάμεων. Ισχυρίζομαι, όμως, ότι δεν στέκει καμία από τις δύο βασικές υποθέσεις της σύγχρονης αντίληψης για το κακό – ότι είναι περιθωριακό και δεν έχει κανείς ευθύνη. Θα προτείνω αντίθετα μία υπόθεση που, φαινομενικά και μόνο, είναι πολύ απλή.
- Πρώτον, «κακό» σημαίνει «επιτέλεση απεχθών πράξεων».
- Δεύτερον, «κακοί» χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι που επιτελούν τέτοιου είδους πράξεις εξαιτίας κάποιας ανεπάρκειας την οποία έχουν.