Χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ’ ἀπώμοτον
Ἀρχίλοχος
Τοῦ κ. Κων. Ἰ. Δάλκου, Φιλολόγου,
ἐπιτ. Δ/ντοῦ τοῦ 3ου Λυκ. Αἰγάλεω
Φίλε ἀναγνώστη, ὁ στίχος, τὸν ὁποῖον ἔθεσα ὡς προμετωπίδα στὸ παρὸν σημείωμα, ἀνήκει στὸν ἀρχαῖο ποιητὴ Ἀρχίλοχο τὸν Πάριο. Τὸ ποίημα ἐγράφη πρὸ 2668 ἐτῶν ἀκριβῶς, διότι τότε, τὴν 6ην Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 648 π.Χ., συνέβη, κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς τῶν ἀστρονόμων, ἡ ὁλικὴ ἔκλειψη τοῦ Ἡλίου, ἡ ὁποία καὶ τὸν ἐνέπνευσε. Τὸ ἀπροσδόκητο καὶ αἰφνίδιο σκότος ποὺ ἐνέσκηψε τότε φαίνεται νὰ συγκλονίζῃ καὶ νὰ τρομάζῃ τὸν ποιητὴ καὶ συγχρόνως νὰ τὸν προβληματίζῃ γιὰ τὴν ἀστάθεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τὴν ὁποίαν βλέπει νὰ ρυθμίζουν ἀναπάντεχες, ἀκατάληπτες καὶ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις:
Χρημάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ’ ἀπώμοτον
οὐδὲ θαυμάσιον, ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων
ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος
ἡλίου λάμποντος · ὑγρὸν δ’ ἦλθ’ ἐπ’ ἀνθρώπους δέος.
Μεταφράζω:
Τίποτε πιὰ δὲν εἶν’ ἀνέλπιστο καὶ γιὰ τίποτα κανεὶς δὲν γίνεται νὰ ὁρκισθῇ πὼς δὲν θὰ γίνη, καὶ τίποτε παράδοξο δὲν εἶναι πιά, ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Δίας, τῶν Ὀλυμπίων ὁ πατέρας, ἔστειλε μέρα μεσημέρι τὴν νύχτα, σβήνοντας τὸ φῶς τοῦ λαμπεροῦ Ἡλίου, καὶ τοὺς ἄνθρώπους ἔπιασε σύγκρυο φόβου.
Οἱ ἀρχαῖοι αὐτοὶ στίχοι ἦρθαν στὸν νοῦ μου, ὅταν ἐνέσκηψε στὴν χώρα μας καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο αὐτὴ ἡ γιὰ τοὺς πολλούς, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τοὺς εἰδικούς, ἀπρόσμενη ἀπειλὴ τοῦ «νέου κορωνοϊοῦ». Διότι ἀσφαλῶς ὁ Ἀρχίλοχος δὲν εἶχε στὴν ζωή του βιώσει πάλι, καὶ ἡ συλλογικὴ μνήμη τῆς ἐποχῆς του δὲν εἶχε ἴσως διατηρήσει καποιαν ἄλλη περίπτωση ἐκλείψεως Ἡλίου. Σήμερα ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πλέον ἀπρόσμενο, οὔτε κἂν ὁ «κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ», γιὰ ὅσους, ἔστω καὶ ἐπιπολαίως, ἔχουν ξεφυλλίσει ἕνα βιβλίο Ἱστορίας. Διότι ἐκεῖ ἀπαριθμοῦνται, ὡς συνήθη γεγονότα, ὅσα ἐπίσης συνήθως ἐξορκίζονται, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἀφανίζονται καὶ κατὰ καιροὺς φοβίζουν καὶ ταλαιπωροῦν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅσα δεινὰ δηλαδὴ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μᾶς συμβοῦν ποτέ, ὅπως λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, πυρκαΐὲς καὶ φονικά, ἐπιδρομὲς ἀλλοφύλων, ἐμφύλιοι πόλεμοι καὶ αἰφνίδιοι θάνατοι.
Ἡ Ἱστορία λοιπὸν διδάσκει ὅτι «οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν Ἥλιον», καὶ ἡ κοινὴ λογικὴ βεβαιώνει πὼς ὅ,τι συμβαίνει στὸν ἕνα μπορεῖ νὰ συμβῇ στὸν καθένα. Παρὰ ταῦτα, καὶ μολονότι ὁ ἄνθρωπος, ὡς εἶδος, γράφει (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πράττειν καὶ ὑφίστασθαι) ὅλην αὐτὴ τὴν πικρὴ Ἱστορία, ὁ ἴδιος ὅμως, ὡς ἄτομο, πρέπει μᾶλλον νὰ ὁρισθῇ ὡς τὸ ὂν ποὺ συνήθως λησμονεῖ καὶ νομίζει ὅτι αὐτὸς προσωπικῶς ἀποτελεῖ τὴν ἐξαίρεση τοῦ κανόνα. Πρόχειρη ἀπόδειξη εἶναι π.χ. αὐτοὶ ποὺ καθημερινῶς ὁδηγοῦν μὲ ἰλιγιώδεις ταχύτητες, ἐνῶ ἐπίσης καθημερινῶς πληροφοροῦνται γιὰ τὸ αἷμα τῶν ἄλλων ποὺ χύνεται ἄφθονο, ἀπὸ τὴν ἴδια αἰτία, στοὺς δρόμους. Τρέχουσα λοιπὸν μαρτυρία ἐπ’ αὐτοῦ ἀποτελεῖ καὶ ἡ συμπεριφορὰ κάποιων συμπολιτῶν μας, οἱ ὁποῖοι μὲ μύρια τεχνάσματα ἐπιχειροῦν σήμερα νὰ καταστρατηγήσουν τὴν γενική, λόγῳ κορωνοϊοῦ, κατ’ οἶκον ἀπομόνωση, νομίζοντας μᾶλλον πὼς δὲν τοὺς ἀφορᾷ προσωπικῶς καὶ ὅτι αὐτοὶ καὶ οἱ περὶ αὐτοὺς εἶναι ἐκ φύσεως ἄτρωτοι!