Ο Max Weber (1864-1920), από τους κύριους θεμελιωτές της επιστημονικής κοινωνιολογίας και τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του σύγχρονου κόσμου, οπωσδήποτε δεν χρειάζεται ειδικές συστάσεις. Οι πρωτοποριακές αναλύσεις του για την καπιταλιστική οικονομία, η διερεύνηση της ιστορικής σύνδεσής της με εκείνο το ιδιαίτερο ήθος που καλλιεργούσαν οι προτεσταντικές ομάδες στα μέλη τους, καθώς και οι αξεπέραστα διορατικές αναλύσεις του για το σκληρό παιχνίδι που ονομάζουμε πολιτική, είναι μονάχα μερικά από τα επιτεύγματα εκείνου του αυστηρού, νευρωτικού και ιδιοφυούς Γερμανού διανοητή, η σκέψη του οποίου αποπειράθηκε και πέτυχε να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες της νεωτερικής εποχής μας, αλλά και να περιγράψει τον περίπλοκο τρόπο που αλληλεπιδρούν οι ιδέες με τις εκάστοτε κοινωνικοϊστορικές συνθήκες.
Η μέθοδος του Weber, για την πραγμάτευση του εκάστοτε κοινωνικού φαινομένου, είναι γενικά η εξής: αφού πραγματοποιήσει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορικής του εξέλιξης ως τις μέρες μας, κατόπιν επιστρέφει στο σήμερα για να το αντιδιαστείλει από το παρελθόν, εξάγοντας συμπεράσματα για τις συνέπειές του σε εμάς, αλλά και προβαίνοντας σε ορισμένες (μάλλον απαισιόδοξες) διαπιστώσεις. Στόχος του είναι πάντοτε να δείξει το πώς οι επιθυμίες των ιστορικών διαμορφωτών ενός φαινομένου κατέληξαν να τροφοδοτήσουν μια διαδικασία που αποδείχθηκε διαφορετική ή και αντίθετη από όσα εκείνοι επεδίωκαν. Αυτό συνέβη και όσον αφορά το θεμέλιο του μοντέρνου κόσμου μας, την επιστήμη. Ο Weber δίνει μιαν αληθινά τραγική όψη στην επιστημονική έρευνα και εισάγει την περίφημη έννοια της «απομάγευσης» του κόσμου, που έχει προβληματίσει και συζητιέται συχνά, αν και δε γίνεται πάντα σωστά κατανοητή.
Ας δούμε πιο αναλυτικά τις σκέψεις του. Αρχικά, σύμφωνα με τον Weber, η επιστήμη όπως τη γνωρίζουμε σήμερα συντίθεται από δύο κύριους παράγοντες: αφενός από την ορθολογικότητα (που προέρχεται από την αρχαιοελληνική σκέψη) και αφετέρου από την έμφασή της στην πειραματική επαλήθευση (που προέρχεται κυρίως από την Αναγέννηση). Πώς μπορεί να εργασθεί ένας επιστήμονας σήμερα; Ο Weber απαντάει ότι η συνήθης απασχόληση είναι η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Ωστόσο, οι δύο αυτές ιδιότητες δεν ταυτίζονται. Μπορεί κανείς να είναι λαμπρός επιστήμονας και ταυτόχρονα κάκιστος δάσκαλος. Επίσης, ο νέος επιστήμονας καλά θα κάνει να συμβιβαστεί από νωρίς με την ιδέα πως το έργο του πρόκειται, σχετικά γρήγορα, να ξεπεραστεί. Οτιδήποτε και αν δημιουργήσει ο επιστήμονας, σε πενήντα χρόνια (ή και νωρίτερα) θα είναι πια ξεπερασμένο. Αυτή η κατάσταση δεν είναι κάποια συγκυριακή ατυχία αλλά αποτελεί το ίδιο το «νόημα» της επιστημονικής έρευνας: η επιστημονική πρόοδος έγκειται στο γεγονός ότι κάθε επιστημονικό κατόρθωμα πρέπει να ξεπεραστεί και να γεννήσει νέα ερωτήματα, που θα πυροδοτήσουν με τη σειρά τους νέες ανακαλύψεις. Η επιστημονική έρευνα στηρίζεται σε δύο επιμέρους στοιχεία: την απαιτητική (και εξειδικευμένη) εργασία και συνάμα τη βαθιά έμπνευση, δίχως την οποία τίποτε ιδιαίτερα αξιόλογο δε μπορεί να προκύψει. Τόσο η απαιτητική (και εξειδικευμένη) εργασία όσο και η έμπνευση είναι απαραίτητες για να είναι κανείς αξιόλογος επιστήμονας. Η έμπνευση είναι χάρισμα και δεν έρχεται ούτε αναγκαστικά, ούτε όμως προβλέπεται το πότε θα κάνει την εμφάνισή της. Μπορεί να είναι κανείς εξαιρετικός ερευνητής, λέει ο Weber, και να μην του έχει προκύψει ποτέ ούτε μια ωραία ιδέα. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η επιστήμη είναι σήμερα επάγγελμα υψηλής εξειδίκευσης, έχει αποσυνδεθεί από τα ευρύτερα μεταφυσικά πλαίσια, με τα οποία ήταν άλλοτε συνδεδεμένη. Σπέρματα της επιστήμης που κατέχει ο πολιτισμός μας μπορούν να βρεθούν σε προγενέστερες εποχές, όπως για παράδειγμα στα έργα του Πλάτωνα ή στην αρχαία Ινδία, ωστόσο σε εκείνες τις εποχές αυτά είναι συνδεδεμένα με ένα ευρύτερο μεταφυσικό πλαίσιο κατανόησης της πραγματικότητας.