Στο προηγούμενο άρθρο μας, θέσαμε κριτικά, με τη μορφή ερωτημάτων, την επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει σε νομοθετικές πρωτοβουλίες, χωρίς να περιλαμβάνονται κατά τρόπο σαφή στο πρόγραμμά της στις πρόσφατες διπλές εκλογές του 2023, προκαλώντας διχασμό στην ελληνική κοινωνία. Στη συνέχεια, εστιάζοντας στη νομοθετική πρωτοβουλία για τη δυνατότητα ίδρυσης-λειτουργίας ιδιωτικών-μη κρατικών πανεπιστημίων και επιχειρώντας να αντικρούσουμε τη θέση έγκριτων καθηγητών συνταγματικού δικαίου και αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος είναι χουντικής προέλευσης, ξεκινήσαμε μια ιστορική αναδρομή στις διατάξεις των Ελληνικών συνταγμάτων που αφορούν την οργάνωση της εκπαίδευσης, αναφερόμενοι αρχικά στα Συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης.Στη συνέχεια τα Συντάγματα του 1844 (άρθρο 11) και του 1864 (άρθρο 16), επαναλαμβάνουν τη διαλεκτική ένταση μεταξύ δημοκρατικής/δημόσιας και φιλελεύθερης/ιδιωτικής εκπαίδευσης, με την προσθήκη της διάκρισης των βαθμίδων, καθώς εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος “ανώτερη εκπαίδευση”, δεδομένης της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837, χωρίς στην πράξη να υφίστανται ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Η τομή που επέφερε η πολύ σημαντική συνταγματική αναθεώρηση του 1911, απηχώντας τον βενιζελικό κοινωνικό φιλελευθερισμό και την παρουσία του σοσιαλιστικού χαρακτήρα αριστερού βενιζελισμού στα ζητήματα της εκπαίδευσης (άρθρο 16) είναι η συνταγματική καθιέρωση του υποχρεωτικού και δωρεάν χαρακτήρα της βασικής εκπαίδευσης, η οποία θα ολοκληρωθεί με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική βαθμίδα το 1917. Παράλληλα διατηρήθηκε η διαλεκτική ένταση μεταξύ δημοκρατικής/δημόσιας και φιλελεύθερης/ιδιωτικής εκπαίδευσης, δηλαδή η υποχρέωση του κράτους να παρέχει οργανωμένη, δημόσια και δωρεάν (βασική) εκπαίδευση και παράλληλα η δυνατότητα ιδιωτών να ιδρύουν εκπαιδευτικούς οργανισμούς.
Έχει σημασία εδώ να επισημανθεί ποιος ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης, τα πρώτα 100 χρόνια του πολιτικού βίου του ελεύθερου ελληνικού κράτους και ποιος ο ρόλος της τα επόμενα 100 χρόνια, μέχρι και σήμερα. Εκεί βρίσκεται ένα από τα κλειδιά στην απάντηση της διατήρησης της διαλεκτικής σχέσης δημοκρατικής/δημόσιας και φιλελεύθερης/ιδιωτικής εκπαίδευσης και στη διακοπή αυτής στο επίπεδο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο Σύνταγμα του 1975.
Η αποστολή της παιδείας στα ελληνικά Συντάγματα
Στα Συντάγματα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (αβασίλευτης) του 1925 (άρθρο 21) και 1927 (άρθρο 23), επαναλαμβάνονται τα κεκτημένα της αναθεώρησης του 1911 αναφορικά με την εκπαίδευση, που ορίζεται ως υποχρεωτική δημόσια και δωρεάν στο στάδιο της βασικής, τη σχέση μεταξύ δημόσιας-ιδιωτικής εκπαίδευσης. Προστίθενται όμως, υπό την επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών (Αλέξανδρος Παπαναστασίου), οι σκοποί κοινωνικού-δημοκρατικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης (ιδίως σ’ εκείνο του 1925) αλλά και η, συγκεντρωτική-αποφασιστικού χαρακτήρα του κράτους, αρμοδιότητα αναφορικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα.
Τόσο το σχέδιο του Συντάγματος του 1948 (άρθρο 9), όσο και το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 16), διατηρούν τη διαλεκτική ένταση δημοσίου-ιδιωτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Στο κλίμα της εποχής, ορίζουν το σκοπό της εκπαίδευσης, αντικαθιστώντας όμως την κοινωνιοκεντρική αποστολή σοσιαλιστικής προέλευσης, με το σχήμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Ο ελληνοχριστιανισμός στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, δημιουργό του σχήματος, στα μέσα του 19ου αιώνα, έχει το νόημα της αντίθεσης στην αποικιακού χαρακτήρα αντίληψη του δυτικού ιμπεριαλισμού, μέσα από την ανάδειξη της ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων, ήδη διαμορφωθείσα την περίοδο του ύστερου Βυζαντίου, οπότε και έχει την αφετηρία του ο Νέος Ελληνισμός σύμφωνα με τον ιστορικό Νίκο Σβορώνο.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, το σχήμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, σε μια τελείως διαφορετική συγκυρία – έχοντας ως προηγούμενο τις διανοητικές αντιπαραθέσεις ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου – διαστρεβλώνεται το ιστορικό νόημά του, λαμβάνοντας το χαρακτήρα του απολογητισμού του “κράτους των εθνικοφρόνων” και της αντίθεσης στον μαρξισμό-ιστορικό/διαλεκτικό υλισμό.