ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος παρουσιάζει την έκθεση ζωγραφικής του Στάθη Βατανίδη με τίτλο «Επ’ Αυτοφώρω». Εγκαίνια: Παρασκευή 6 Μαρτίου στις 8 μ.μ. Διάρκεια: έως και το Σάββατο 28 Μαρτίου. Λεμπέση 12, μετρό Ακρόπολη.
Στο δέλτα της ποίησης, στη βιβλιοθήκη μου, η Κική Δημουλά και ο Γιάννης Δάλλας είναι πολύ κοντά, σχεδόν δίπλα δίπλα. Κι ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε να τους ξεπροβοδίσουμε σε κοντινές μέρες, προς το τέλος του Φλεβάρη. Ετών 89 η Δημουλά, 96 ο Δάλλας. «Πλήρεις ημερών»; Η πείνα του καθενός για ζωή δεν κάμπτεται με τέτοια στερεότυπα. Είχα τη χαρά να γνωρίσω προσωπικά και τον Δάλλα και τη Δημουλά. Το λίγο που τους ήξερα με κάνει να πιστεύω ότι και οι δυο τους θα έλεγαν σαρκαστικά πως η «πληρότης ημερών» είναι παραμυθητικός θρύλος. Ναι, «είμαστε στιγμιαίοι», όπως συμπεραίνει η Δημουλά στον «Δημόσιο καιρό» (2014), η δίψα μας όμως για χρόνο είναι λυσσωδώς διαρκής.
Ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ο Δάλλας, που αποκλήθηκε «γενιά της ήττας», της δεύτερης η Δημουλά, που χαρακτηρίστηκε «χαμένη». Αν υποθέσουμε ότι προσδοκία κάθε ποιητικής γενιάς είναι ν’ αλλάξει τον κόσμο, με τη μαγγανεία των λέξεων και των ρυθμών, τότε κάθε γενιά πρέπει να θεωρείται ηττημένη και χαμένη. Η ορολογία εντούτοις, πάντα γενικευτική, άλλοτε διευκολύνει τη συνεννόησή μας κι άλλοτε μας ρίχνει στα βράχια της σύγχυσης.
Ξέρουμε επίσης από την αναγνωστική αυτοψία ότι η πρώτη μεταπολεμική γενιά ασκήθηκε εντατικότερα στην πολιτική ποίηση σε σύγκριση με τη δεύτερη, που ο λυρισμός της καλλιεργήθηκε αντιμέτωπος με ερωτήματα υπαρξιακού τύπου. Και πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η δημοτικότητα της ποίησης της Δημουλά ελάχιστα ευνοήθηκε από παραμέτρους ισχυρότατες σε άλλες περιπτώσεις: τη μελοποίηση και το πολιτικό περιεχόμενο.
Στα τέλη του 1994, γράφοντας στην «Κ» για την «Εφηβεία της λήθης», στεκόμουν στην ευγενή μελαγχολία των ποιημάτων της Δημουλά. Στη στωική πίκρα, που δεν εκπίπτει σε ανθρωποφοβία ή μισανθρωπιά. Από συλλογή σε συλλογή, η Δημουλά κατέκτησε έναν ονομαστικό, αμέσως αναγνωρίσιμο τρόπο ιστόρησης της λύπης και εναντίωσης στον βραχνά της παραίτησης. Οι στίχοι της, που η ίδια τους αποκαλούσε «ισχνούς» και «αδύναμους» στο «Ερεβος» (1956), απέκτησαν με τον καιρό ισχύ και λαμπερή μειλιχιότητα που δεν τις προοικονομούσαν οι πρώτες της καταθέσεις.