Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε η συζήτηση περί αποχής να δίχασε περισσότερο τον ελληνικό λαό. Έναν λαό, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό αρέσκεται να κλασαυχενίζεται ότι τα ξέρει όλα.
Αμέτρητοι παντογνώστες που δεν έχουν ανοίξει ποτέ τους μία σελίδα από ένα εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου ή πολιτικής επιστήμης, που δεν έχουν μελετήσει τις ιστορικές καταβολές του θεσμού των εκλογών, που δεν έχουν ξεφυλλίσει παλιά και καινούργια βιβλία κοινωνικής ψυχολογίας, παίρνουν στα χέρια τους το πληκτρολόγιο και αρχίζουν να ξεφωνίζουν όσους τολμούν να αρθρώνουν λόγο εναντίον της «έξυπνης δικτατορίας» και υπέρ της αποχής.
Προσπαθώντας να μείνω πιστός στις αρχές που διέπουν μια αντικειμενική επιστημονική έρευνα, αρχικώς αμφιταλαντεύθηκα πολύ για το αν η ορθή λύση στην παρούσα, πρωτόγνωρη ιστορική συγκυρία είναι η αποχή.
Εν συνεχεία, ξεκίνησα να μελετώ πλήθος βιβλίων και άρθρων που πραγματεύονταν την αποχή ως συνειδητή στάση των εν δυνάμει ψηφοφόρων σε συνδυασμό με τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογικών αναμετρήσεων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Όσο πιο πολύ μελετούσα, τόσο περισσότερο ενισχυόταν η πεποίθησή μου ότι τελικώς οι εκλογές δεν είναι παρά ένα τηλεπαιχνίδι για την εξουσία που απευθύνεται σε πελάτες και όχι σε πολίτες, σε βρεφοποιημένους καταναλωτές προϊόντων οι οποίοι θαμπώνονται από επιδειξιομανείς σταρ.
Ταυτοχρόνως, γινόταν ολοένα και πιο σαφές ότι ιδίως οι εκλογές που διεξάγονται στις σημερινές μεταδημοκρατίες στοχεύουν στην καλλιέργεια της ψευδαίσθησης ότι κυρίαρχος είναι ο λαός, ενώ στην πραγματικότητα κυρίαρχος είναι όποιος έχει την γνώση να κατασκευάζει την εικόνα των υποψηφίων ή να χρηματοδοτεί «την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών σε θέματα πολιτικού σχεδιασμού, τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης και τις προεκλογικές εκστρατείες, με αντάλλαγμα την ευνοϊκή μεταχείριση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων από το κόμμα όταν είναι στην κυβέρνηση» (Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σελ. 142).