Του Γιώργου Καραμπελιά
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
και συ αφομοιώθηκες;
Μιχάλης Κατσαρός, «Κατά Σαδδουκαίων»
Το Ανατολικό Ζήτημα, παρ’ όλο που αφορά και εμπλέκει όλους τους Βαλκανικούς λαούς, τους Άραβες, τη Ρωσία και της Δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις, στον πυρήνα του παραμένει ένα ζήτημα μεταξύ ελληνισμού και τουρκισμού. Έλληνες και Τούρκοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση για μια ολόκληρη χιλιετία. Η μάχη του Ματζικέρτ, το 1078, με την οποία οι Σελτζούκοι Τούρκοι θα εγκαινιάσουν την κυριαρχία τους στην Μικρά Ασία, η άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, η επανάσταση του 1821, η Μικρασιατική καταστροφή το 1922, και η εισβολή στην Κύπρο το 1974 θα σημαδέψουν τις μεγάλες περιόδους των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε δύο λαούς, σε δύο πολιτισμούς, αντιπαραθέσεις που δεν έχουν λάβει ακόμα τέλος.
Αυτή η αντιπαράθεση που ίσως δεν έχει ιστορικό προηγούμενο σε διάρκεια, επιμονή και ένταση, τουλάχιστον στη σύγχρονη ιστορία (ξεπερνάει κατά πολύ και την αντιπαράθεση Γαλλίας-Γερμανίας), είναι ταυτόχρονα και αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ριζικά αντίθετες εθνικές τυπολογίες: Απέναντι σε ένα έθνος, το τουρκικό, που σχηματίστηκε μέσω του κράτους, βρίσκεται ένα έθνος που ποτέ δεν μπόρεσε εν τέλει να δεχτεί το κράτος, ένα έθνος που μέσω του “ελληνισμού”, υπερέβαινε σχεδόν πάντα την κρατική-εθνική υπόσταση.
Και αν αυτό το στοιχείο υπήρξε παράγοντας ανάπτυξης και πολιτισμού για όλη τη Μεσόγειο στο παρελθόν, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά μεταβάλλεται σε θανάσιμο βρόγχο. Είναι αλήθεια πως ο ελληνισμός δεν υπήρξε ποτέ κρατικός ή κρατικίστικος. Η επέκτασή του ήταν πολιτιστική, εμπορική, και σπάνια προχωρούσε πέρα από τα παράλια ή τις πόλεις στο εσωτερικό. Έτσι υπήρξε φορέας γλώσσας, πολιτισμού, τέχνης, ανταλλαγών, αλλά ποτέ «εθνικού» κράτους και συστηματικής κατάκτησης στην αρχαιότητα (όπως θα κάνει η Ρώμη), ή βιομηχανικού πολιτισμού στην σύγχρονη εποχή. Και αν το εμπόριο και οι μεταφορές στις αγροτικές κοινωνίες αποτελούσαν το υψηλότερο επίπεδο της οικονομικής ζωής, δεν συμβαίνει το ίδιο με την βιομηχανική. Οι Έλληνες στην αρχαιότητα και μέχρι την Βυζαντινή εποχή, ενώ υποτάσσονταν σε κατακτητικά κράτη που στηρίζονταν στην εδαφική τους επέκταση –με κλασικό το παράδειγμα της υποταγής στη Ρώμη η οποία δεν πρωτοστατούσε στην τέχνη ή ακόμα και το εμπόριο αλλά διαμόρφωσε την ίδια την έννοια του σύγχρονου κράτους–, κατόρθωναν όμως να υπερισχύουν ή έστω να επιβιώνουν οικονομικά και πολιτιστικά. Αυτή η φύση του ελληνισμού είχε ως συνέπεια την υποταγή του είτε στις κατακτητικές δυνάμεις που έρχονται από την Ανατολή, είτε στη Δύση, από τη στιγμή και πέρα που αναπτύσσεται ο βιομηχανικός καπιταλισμός.
Όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι υπόλοιπες αυτοκρατορίες της περιοχής (Αυστρο-ουγγρική, Ρωσική) συνέχιζαν να επιβιώνουν ως πολυεθνικές αυτοκρατορίες, οι Έλληνες, κυρίως μέσω του εμπορίου κατορθώνουν να αποκτήσουν ένα πεδίο δραστηριότητας που άρχιζε από την Αλεξάνδρεια και έφτανε στην Οδησσό ή τη Βιέννη και το Τριέστι. Ωστόσο η ανάπτυξη των εθνικών κρατών που από τη Δυτική Ευρώπη επεκτάθηκε προς την Ανατολή υπονόμευσε αυτή τη νέα εμπορική και πολιτιστική άνθιση του ελληνισμού. Τα εθνικά κράτη συρρίκνωσαν τον ελληνισμό, καθώς αυτός παρά την προσπάθεια της περιόδου 1909-1922 δεν θα κατορθώσει να εντάξει το έθνος σε ένα ισχυρό κράτος.
Οι Έλληνες θα ηττηθούν από τους Τούρκους το 1922, και ο ελληνισμός θα γνωρίσει μια ιστορική αμπώτιδα, διότι δεν κατόρθωσαν να βρουν μια σταθερή βάση συνεννόησης με τους Βαλκανίους γείτονές τους και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στην Τουρκία να χρησιμοποιήσει τις ενδοβαλκανικές αντιθέσεις, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, την εποχή που έμοιαζε πως το Ανατολικό ζήτημα επρόκειτο να λυθεί οριστικά με το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας· έτσι η Τουρκία θα κερδίσει χρόνο και θα αρχίσει να ανασυγκροτείται από το 1908, με την Επανάσταση των Νεοτούρκων, που θα καταλήξει στο 1922.