Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα από τα εμβόλιμα-σχολιαστικά κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο «Γεώργιος Κηπιώτης, ένας φίλος των παιδιών». Το βιβλίο στηρίχτηκε στα γραπτά κατάλοιπα -προσωπικές σημειώσεις, αλληλογραφία- ενός καθηγητή που έζησε εκατό χρόνια και συμμετείχε και κατέγραψε τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα. Δούλεψε σε σχολεία της Μακεδονίας, Θράκης και των νησιών του Αιγαίου και αφιερώθηκε στους μαθητές του.
Ο Γ. Κηπιώτης με νεαρές φίλες του. Σύρος, 1932.
«Ταυτόχρονα με την εξέλιξη του βιβλίου έχουμε μια σειρά από αναστοχαστικά δοκίμια του Τέου Ρόμβου. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονται ζητήματα τα οποία θίγονται στο βιβλίο, όπως ο πατριωτισμός και ο εθνικισμός τόσο γενικά όσο και ειδικά ως προς την περίπτωση της Μακεδονίας. Τα ζητήματα της πολιτικής, της παιδείας, της στρατιωτικοποίησης της ζωής μέσω της πραγμάτευσης του προσκοπισμού είναι ακόμη μερικά ζητήματα πάνω στα οποία στοχάζεται και ταυτόχρονα αυτοαναλύεται ο Ρόμβος. Επιπλέον γίνεται αναφορά και σε ζητήματα όπως ο έρωτας και ο θάνατος με τη βαθιά προσωπική και συνάμα βαθιά διεισδυτική ματιά του συγγραφέα». Χρίστος Μάης.
ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Από παιδί με ενοχλούσε ο πολιτισμός της ανταγωνιστικότητας. Με ενοχλούσε αφόρητα το ότι ζούσαμε σε περιβάλλοντα όπου έπρεπε διαρκώς να αποδεικνύουμε την ικανότητά μας στο κυνήγι του κέρδους, την πίστη πως το χρήμα είναι υπέρτατη αξία και τέλος την επιθυμία μας για ανέλιξη στην εξουσία. Οι άνθρωποι γύρω μου ρίχνονταν με πάθος στην αρένα με τα λιοντάρια και στη συνέχεια προετοίμαζαν και τους επιγόνους τους για το στίβο. Αυτός ο Πολιτισμός της Βαρβαρότητας δεν μου έκανε. Έμοιαζε με το παιχνίδι που παίζαμε μικροί, τότε που βγάζαμε έξω τα τσουτσούνια μας και τα μετράγαμε για να δούμε ποιος τον έχει πιο μεγάλο. Καταλάβαινα ότι αποζητούσα κάποιον άλλο πολιτισμό, χωρίς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις. Ένα πολιτισμό της συμφωνίας και της συντροφικότητας. Και όπως συμβαίνει με όλα τα πλάσματα που κυριεύονται από εκείνη την παρόρμηση που σπρώχνει τα πουλιά και τα έντομα να δημιουργούν σμήνη, τα θηλαστικά αγέλες και τα ψάρια να γίνονται κοπάδια, έτσι κι εγώ ακολούθησα το μαγεμένο αυλό της εποχής μου και βρέθηκα με πλάσματα παρόμοια με εμένα και εισχώρησα σε ομάδες και σε κοινότητες.
Κάποια αγαπημένα πρόσωπα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγησή μου. Πρώτα ο πατέρας μου, ένας φτωχός ζωγράφος που αδιαφορούσε για τα ένυλα και με έμαθε να αρκούμαι στα λίγα. Αργότερα ο αδελφός μου, γνωστός γλύπτης στην Αθήνα, που στα 27 του έφυγε για το Παρίσι όπου μετά από κάποια χρόνια παράτησε τη γλυπτική και δούλεψε ως πορτρετίστας ζωγράφος. Όταν τον ρώταγα γιατί δεν αφιερώνεται στο έργο του απαντούσε ότι έργο του πλέον ήταν τα πορτρέτα που έκανε καθημερινά και η χαρά που πρόσφερε στους ανθρώπους που φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους ένα δώρο για τον εαυτό τους από ένα σπουδαίο καλλιτέχνη. Και τα έργα αυτά ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο και σήμερα βρίσκονται διάσπαρτα σε σπίτια ανθρώπων σ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Και οι φίλοι των γονιών μου, άνθρωποι συνήθως κυνηγημένοι για τις ιδέες τους, ζούσαν μετρημένα, με λίγα χρήματα, όμως απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ ήταν σχεδόν πάντοτε ευχαριστημένοι, όλο ζωντάνια, κουβεντούλα, συντροφικότητα και βουτηγμένοι στις ιδέες. Άνθρωποι τρυφεροί, μακριά από την αγριότητα του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης.
Όταν με ρωτούσαν εκείνα τα χρόνια, τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, απαντούσα «Ινδιάνος» και πραγματικά ήθελα μεγαλώνοντας να γίνω ένας Ινδιάνος με πολύχρωμα φτερά στο κεφάλι, βαμμένο με χρώματα το πρόσωπο, ντυμένος με πέτσινα ρούχα, να κυνηγάω με τόξο, να φεύγω με την πιρόγα μου στον ποταμό Ιλισό αναπόταμα και να μιλάω με τους άλλους ελλειπτικά, συμβολικά και αόριστα.