Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΑΖΕΥΕ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΠΑΖΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΔΙΝΕ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ
Η “Αγέλαστος Πέτρα ” εν προκειμένω έχει διττή σημασία.
Αφενός μεν είναι ο τίτλος ενός εξαιρετικού και άκρως συγκινητικού Ελληνικού ντοκυμαντέρ, του σκηνοθέτη Φίλιππου Κουτσαφτή, το οποίο κυκλοφόρησε το 2000. Τα γυρίσματά του είχαν διάρκεια 10 χρόνια και βραβεύτηκε με το Α’ βραβείο ντοκυμαντέρ, με το “βραβείο κοινού” και με ένα σωρό άλλα βραβεία στο 41ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Αντικείμενο του ντοκυμαντέρ αυτού ήταν η Ελευσίνα, η αρχαία και η νέα! Η πάλη μεταξύ της αρμονίας της παλαιάς εποχής και της σκληρότητας της νέας εποχής! Η διαμάχη μεταξύ της μνήμης και της λήθης! Η αντίσταση του Ελληνικού πολιτισμού στην λαίλαπα της σύγχρονης τεχνολογικής δράσης του δυτικού εγωκεντρικού ουμανισμού. Επίσης το πώς ένας τόπος όμορφος, γλυκός, με ιστορία, με τρυφερότητα, με ανθρωπιά, με αγάπη και μαζί οι άνθρωποί του, συνθλίβονται από το τσιμέντο, τις μπουλντόζες, το νέφος, τον εκσυγχρονισμό και την αλόγιστη βιομηχανική και τεχνολογική δήθεν ανάπτυξη! Πώς από το κατά φύσιν οδηγούμαστε στο παρά φύσιν!
Αφετέρου η “Αγέλαστος Πέτρα”, είναι ο βράχος στον οποίο σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η θεά Δήμητρα έκατσε για να ξεκουραστεί και να μοιρολογήσει για την αρπαγή και τον χαμό της κόρης της Περσεφόνης, από τον Πλούτωνα, ο οποίος και την οδήγησε στον κάτω κόσμο! Εννέα ημέρες η θεά Δήμητρα μεταμορφωμένη σε γριά έψαχνε στην γή απεγνωσμένα την κόρη της Περσεφόνη και δεν την έβρισκε. Εκεί λοιπόν στο Καλλίχορον Φρέαρ έκατσε να ξαποστάσει γεμάτη θλίψη και πόνο για την αρπαγή της κόρης της και εκεί την παρηγόρησαν και την φρόντισαν οι κόρες του βασιλιά της Ελευσίνος Κελεού, φιλοξενώντας της στα βασιλικά ανάκτορα.
Αυτό το σημείο λοιπόν στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνος ήταν και το έναυσμα για το ντοκυμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή, ο οποίος για δέκα χρόνια κινηματογραφούσε την απλή και παραδοσιακή ζωή των κατοίκων της Ελευσίνος, η οποία άρχισε να απειλείται με εξαφάνιση μαζί με τον μοναδικό στον κόσμο αρχαιολογικό χώρο, εξαιτίας της εκβιομηχάνισης της περιοχής. Η τσιμεντοβιομηχανία και το εργοστάσιό της, η κατασκευή πολυκατοικιών και το γκρέμισμα των μικρών γραφικών και παραδοσιακών σπιτιών, η κατασκευή νέων οδικών αρτηριών και μεγάλων λεωφόρων, συνοδεύτηκε με ραγδαίες αλλαγές και ενίοτε καταστροφικές επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον και στο έδαφος της περιοχής με αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή πολλών τμημάτων του αρχαιολογικού χώρου. Ο εκσυγχρονισμός της περιοχής και οι νέοι ρυθμοί καθημερινότητος έφεραν αλλαγές και στις ζωές των πολιτών. Παλαιά επαγγέλματα όπως του γαλατά π.χ. γεμάτα ιστορία, τα οποία έδεναν τους ανθρώπους και τους έκαναν μία οικογένεια, χάθηκαν τώρα πια και στην θέση τους, μπήκαν σύγχρονες μορφές εργασίας, μονότονες, κρύες και χωρίς συναίσθημα.
Ένα πανέμορφο και γραφικό τοπίο γεμάτο μνήμες, ζωή και ιστορία άρχισε να καταστρέφεται από το τσιμέντο, τις καμινάδες των εργοστασίων, τις λεωφόρους και τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Το ίδιο συνέβη και με την γεμάτη συναίσθημα και τρυφερότητα ζωή των πολιτών. Δυστυχώς ο σύγχρονος εκμαυλισμένος νεο-έλληνας τυφλωμένος από τον εγωκεντρικό ουμανισμό, διάλεξε το γκρίζο χρώμα του τσιμέντου και την παγωμάρα τις σύγχρονης τεχνολογικής εξέλιξης. Προτίμησε τον ορθολογισμό της εσπερίας, θαμπώθηκε από τα ψευδώνυμα φώτα της ευρώπης και έγινε θύμα της αυτοπραγμάτωσης και της αυτολατρείας του, όπως επιτάσσουν τα άθεα γράμματα δύσης. Διάλεξε να ζεί σε ένα παρόν άχρωμο, άοσμο, παγερό, αποκομμένος από την παράδοσή του, από τις ρίζες του, τον πολιτισμό του και κυρίως από Την Ορθόδοξη Πίστη Του, στοιχεία της οποίας βλέπουμε σπερματικά μέσα στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό.