Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχή, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες.
Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μία νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι᾿ αὐτὸ εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ᾿ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.
Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχὴ στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.
Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιά σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιά μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.
Γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ᾿ εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μία ἀγάπη πλέρια,
γιατὶ δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι᾿ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνοῦσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι᾿ αὐτὸ ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωὴ τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ᾿ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μία στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου.
Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ᾿ ἔτσι γλυκὰ πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ᾿ ἀγάπησες.
Το ποίημα «Γιατί μ’ αγάπησες» περιλαμβάνεται στην πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Πολυδούρη με τίτλο : «Οι τρίλλιες που σβήνουν» που κυκλοφόρησε το 1928, τη χρονιά που αυτοκτόνησε ο μεγάλος της έρωτας ο Κώστας Καρυωτάκης ενώ η ίδια βρισκόταν νοσηλευόμενη από φυματίωση στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Ο νεαρός τότε ποιητής και συντοπίτης της Μαρίας Πολυδούρη από την Μεσσηνία, Μιχάλης Δ. Στασινόπουλος (μετέπειτα καθηγητής, ακαδημαικός και πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας), έγραψε μια κριτική για την ποιητική της συλλογή που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ στο τεύχος 49 την 1η Ιανουαρίου 1929.
«Αν διάβαζε κανείς τα ποιήματα αυτά σκορπισμένα εδώ και κει, ασφαλώς σε θα τους έδινε καμμιά προσοχή και θα περνούσαν απαρατήρητα κάθε φορά που θα τα συναντούσε. Αλλά έτσι καθώς είναι τυπωμένα όλα μαζί, παίρνουν μια παράξενη επίδραση τόνα από τάλλο, αλληλοσυμπληρώνονται και συνδυάζονται τόσο, ώστε να δημιουργούν κάποιαν ατμόσφαιρα δική τους, η οποία δε μπορεί ν’ αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη. Κι εν τούτοις στην αρχή παίρνει κανείς και φυλλομετρά το βιβλίο ολότελα ασυγκίνητος κι αδιάφορος. Διαβάζει κάτι από δω κάτι από κει κι η προσοχή περνά ξεκούραστη πίσω από ένα πλήθος αθώων και αβλαβών κοινοτοπιών, που δεν ξαφνιάζουν ούτε με την ομορφιά τους, ούτε την με ασχημιά.