ΜΕΤΑ από 27 ολόκληρα χρόνια, με τον επαναπατρισμό του τελευταίου τμήματος από τις κυπριακές αρχαιότητες που είχε κλέψει ο αρχαιοκάπηλος και μεγαλολαθρέμπορος, Αϊντίν Ντικμέν, έπεσε η αυλαία για ένα από τις πλέον πολύκροτες υποθέσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία υποδέχθηκε και τις υπόλοιπες 60 αρχαιότητες (από 318 αρχικά), της υπόθεσης που κρατούνταν στο Μόναχο, ενώ το 2013 και το 2015 είχε προηγηθεί ο σταδιακός επαναπατρισμός των υπολοίπων.
ΗΤΑΝ ένας μεγάλος, τιτάνιος, αγώνας διαφόρων παραγόντων. Του κράτους, της Εκκλησίας αλλά και ιδιωτών. Και δεν ήταν η μόνη υπόθεση. Υπήρξαν κι άλλες. Η Κυπριακή Δημοκρατία, μετά την εισβολή του 1974, είχε καταβάλλει προσπάθειες για εντοπισμό κλεμμένων αρχαιοτήτων και εκκλησιαστικών κειμηλίων. Μετά τον εντοπισμό τους, με διάφορες κινήσεις, επιχειρείτο ο επαναπατρισμός τους. Κι αυτό σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν με αγορά των πολύτιμων αυτών αντικειμένων. Κι αυτό γινόταν σε πλειστηριασμούς ή και σε ειδικά καταστήματα, στα οποία πωλούνταν. Και δεν ήταν καθόλου εύκολο το εγχείρημα. Και μέχρι σήμερα δεν είναι.
Η «ΕΞΑΓΩΓΗ» και πώληση των αρχαιοτήτων δείχνει και την σοβαρή έλλειψη σεβασμού από την πλευρά της κατοχικής δύναμης έναντι της ιστορίας και του πολιτισμού της χώρας μας.
Οι ειδικοί εστιάζουν σε κλοπές εκθεμάτων από την Ελλάδα και σε λαθρανασκαφές Γερμανών στην Κατοχή.
Ο Αυστριακός αρχαιολόγος Αουγκουστ Σέργκεντορφερ και Γερμανός αξιωματικός (δεύτερος από αριστερά) εικονίζονται στη διάρκεια λαθρανασκαφής θολωτού μινωικού τάφου στην Κρήτη το 1941. Αρθρο των New York Times παρουσιάζει νέα έρευνα του ακαδημαϊκού Βασίλη Πετράκου για τις παράνομες ανασκαφές των ναζί και τη λεηλασία αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (φωτ. August Schörgendorfer photo album / Courtesy Georgia Flouda).
MILTON ESTEROW / THE NEW YORK TIMES
Ενεργό ρόλο σε λαθρανασκαφές στην Κρήτη είχε αναλάβει ο Αυστριακός αντιστράτηγος Γιούλιους Ρίνγκελ το 1941, αμέσως μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στο νησί. Ο Ρίνγκελ, υποβοηθούμενος από υφισταμένους του, αφαίρεσε μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων, όπως πήλινα αντικείμενα, ληκύθους και τμήματα γλυπτών, με πολλά από αυτά να καταλήγουν σε γερμανικά μουσεία ως λάφυρα πολέμου και άλλα να πωλούνται από τον ίδιο τον στρατηγό.
Ο Ρίνγκελ, διοικητής της επίλεκτης 5ης Ορεινής ταξιαρχίας, προχώρησε επίσης στην «επίταξη» αρχαιολογικών θησαυρών από την έπαυλη Αριάδνη –πάλαι ποτέ κατοικία του Βρετανού αρχαιολόγου σερ Αρθουρ Εβανς– την οποία μετέτρεψε σε αρχηγείο της ταξιαρχίας. Αλλες αρχαιότητες εκλάπησαν από τον στρατηγό από κλειδωμένη αίθουσα του ανακτόρου της Κνωσού. «Γερμανοί αξιωματικοί, όπως ο Ρίνγκελ, όχι μόνο προχώρησαν σε λαθρανασκαφές, αλλά είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή αρχαιοτήτων σε Κρήτη, Μακεδονία, Τίρυνθα, Ασίνη και Σάμο», λέει ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, πρώην έφορος αρχαιοτήτων Αττικής και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Παρότι η ιστορική έρευνα έχει δώσει έμφαση στη λεηλασία έργων τέχνης ιδιοκτησίας Εβραίων από τους ναζί, ο ρόλος του 3ου Ράιχ στην κλοπή αρχαιοτήτων αρχίζει να ενδιαφέρει τους ερευνητές. Το περασμένο φθινόπωρο, ο κ. Πετράκος εξέδωσε πεντάτομη μελέτη για τη λεηλασία αρχαιοτήτων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ο ερευνητικός αυτός τομέας έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Πολωνίας και της Ελλάδας», λέει η Αϊρίν Μπαλντ Ρομάνο, καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα.
Συμπόσια για τη λεηλασία αρχαιοτήτων από τους ναζί έχουν πραγματοποιηθεί σε πόλεις των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. «Οι μέχρι στιγμής μελέτες δεν έχουν παρά ξύσει την επιφάνεια του θέματος», λέει η κ. Ρομάνο, η οποία συμμετέχει σε έρευνα με τίτλο «Η τύχη των αρχαιοτήτων την περίοδο των ναζί».
Η πάροδος των ετών έχει καταστήσει δυσχερή την ακριβή καταγραφή των αρχαίων κειμηλίων που εκλάπησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Μία πλήρης καταγραφή των κλοπιμαίων δεν είναι πια εφικτή. Η λεηλασία πραγματοποιήθηκε από Γερμανούς και Ιταλούς στρατιωτικούς, οι οποίοι έκλεβαν από μουσεία και από ανασκαφές. Δεν γνωρίζουμε καν τι ευρήματα ήλθαν στο φως από τις λαθρανασκαφές αυτές», λέει ο κ. Πετράκος. Ο εντοπισμός τέτοιων αρχαιοτήτων καθίσταται ακόμη δυσκολότερος, καθώς η διακίνησή τους γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδιαίτερα σε Γερμανία, Γαλλία και Ελβετία. Σήμερα, η Γερμανία είναι πρόθυμη να αποδεχθεί τον επαναπατρισμό τέτοιων κλοπιμαίων, αν και η πιστοποίηση της προέλευσής τους παραμένει πολύ δύσκολη. «Οι Γερμανοί επέλεξαν πολιτική απόλυτης διαφάνειας για τις συλλογές τους, δημιουργώντας βάσεις δεδομένων που επιτρέπουν την πρόσβαση ερευνητών στα εκθέματα, ενώ επέστρεψαν σημαντικό αριθμό αρχαιοτήτων. Η κατάσταση δεν είναι τέλεια, αλλά η Γερμανία ηγείται στο θέμα αυτό», λέει η κ. Ρομάνο.
Παρότι οι ανασκαφές Γερμανών αρχαιολόγων στην Κατοχή ήταν μικρής κλίμακας, μεγάλα ανασκαφικά έργα βρίσκονταν σε εξέλιξη το 1941 στην περιοχή της Θεσσαλίας, λέει ο κ. Πετράκος. Οι ανασκαφές αυτές τέθηκαν υπό την αιγίδα του Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, του θεωρητικού του ναζιστικού κόμματος και επικεφαλής επιχείρησης λαφυραγώγησης έργων τέχνης και πολιτιστικών θησαυρών στην Ευρώπη. Ανασκαφές στην Ελλάδα οργάνωσε και ο επικεφαλής της Γκεστάπο και των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, σε μια προσπάθεια στήριξης των αντιεπιστημονικών του φυλετικών θεωριών, που επρόκειτο να αποδείξουν ότι οι Γερμανοί ήταν μέρος αρείας φυλής και απόγονοι αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ενόψει της ναζιστικής εισβολής στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941, τα ελληνικά μουσεία είχαν αρχίσει την αποθήκευση και απόκρυψη αρχαιολογικών θησαυρών. Κάποια έργα μεταφέρθηκαν σε σπήλαια, κρύπτες ή θάφτηκαν σε κήπους. Ορισμένα αγάλματα θάφτηκαν σε χαρακώματα γεμάτα άμμο και σκεπάστηκαν με τσιμέντο. Χρυσά νομίσματα και κατάλογοι μουσείων κλείστηκαν στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Η απόκρυψη αρχαιοτήτων πέτυχε μόνο στα μεγάλα μουσεία, όπως το αρχαιολογικό της Αθήνας, των Δελφών, της Ολυμπίας, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκίδας. Στα μικρότερα μουσεία, εκτός από αυτό στο Ναύπλιο, εκλάπησαν πολλά εκθέματά τους», λέει ο κ. Πετράκος. Το 1941, ο διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου του Ηρακλείου, Νικόλαος Πλάτων, πέρασε την περίοδο της Κατοχής ερίζοντας με τις κατοχικές αρχές σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τις αρχαιότητες. Ο Πλάτων, που πέθανε το 1992, κράτησε ακριβή κατάλογο των εκθεμάτων που είχε αφαιρέσει ο Ρίνγκελ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία επέστρεψε στο μουσείο 26 αντικείμενα που είχαν κλαπεί από τον Ρίνγκελ.
Το μουσείο Φάλμπαου στο Ουντερουτλίνγκεν της Γερμανίας επέστρεψε περισσότερα από 13.000 αντικείμενα, που είχαν αφαιρεθεί από την ανασκαφή της Θεσσαλίας. Θραύσματα πήλινων σκευών, πήλινα είδωλα, πέτρινα εργαλεία, κόκαλα ζώων, έγγραφα της ανασκαφής και φωτογραφίες βρίσκονται σήμερα στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. «Η επιστροφή άρχισε το 1951 και ολοκληρώθηκε το 2014», λέει ο Κώστας Νικολέντζος, επικεφαλής της διεύθυνσης αρχαιοτήτων του μουσείου.
Η έμφαση στη λαφυραγώγηση αρχαιοτήτων από τους ναζί δόθηκε στον απόηχο της αυξανόμενης πίεσης στα μουσεία για την προέλευση των εκθεμάτων τους· για το εάν αυτά προήλθαν από αποικιοκρατική πολιτική ή κατοχή ξένων χωρών, ακόμη και πολύ πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η Ελλάδα και τα έργα τέχνης της υπήρξαν θύματα λαφυραγώγησης από την εποχή των Περσικών πολέμων», λέει ο κ. Πετράκος.