- Αρχική σελίδα
- ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
- 1940
- ΕΡΤFLIX
- ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΧΘΕΣ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ
- ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
- ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟ
- ΘΕΑΤΡ/ΜΟΥΣ/ΒΙΒΛΙΟ
- ΘΕΑΤΡΟ
- ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΚΑΪ
- ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ
- ΜΟΥΣΙΚΗ
- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
- Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ
- ΤΥΠΟΣ
- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
- ΟΛΑ ΔΩΡΕΑΝ
- ΒΙΝΤΕΟ
- forfree
- ΟΟΔΕ
- ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΗΧΟΣ
- ΔΩΡΕΑΝ ΒΟΗΘΕΙΑ
- ΦΤΙΑΧΝΩ ΜΟΝΟΣ
- ΣΥΝΤΑΓΕΣ
- ΙΑΤΡΟΙ
- ΕΚΠ/ΚΕΣ ΙΣΤΟΣ/ΔΕΣ
- Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ
- ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
- ΓΟΡΔΙΟΣ
- SOTER
- ΤΑΙΝΙΑ
- ΣΙΝΕ
- ΤΑΙΝΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
- Ε.Σ.Α
- skaki
- ΤΕΧΝΗ
- ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
- ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ
- gazzetta.gr
- ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
- ΑΝΤΙΦΩΝΟ
- ΔΡΟΜΟΣ
- ΛΥΓΕΡΟΣ
- ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ...
- ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
- γράμματα σπουδάματα...
- 1ο ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ & ΓΛΩΣΣΑ
- ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ
- ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ
- ΑΡΔΗΝ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΥΠΕΠΘ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ
- ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Κυριακή 5 Μαΐου 2024
Δεύτε Λάβετε Φώς, Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά!
Παρασκευή 3 Μαΐου 2024
Νίκος Καροῦζος - Μεγάλη Παρασκευή
Νίκος Καροῦζος
Ἰησοῦς & Ποιήματα
Μεγάλη Παρασκευή
(17 Ἀπριλίου 1987)Χρονικὸ τῆς Ἀταραξίας
Ὁ δασόβιος ἐρημίτης ὁδηγοῦσε μ’ ἀόρατη
λεπτὴ κλωστὴ τὸν ἦχο μιᾶς μέλισσας ὅταν ὁλόγυρα
παίζοντας τὸ σουραῦλι της ἡ σαύρα
δυνάμωνε τὸ πράσινο καὶ ἡ σκέψη
δρασκέλιζε τὴν ἀκέραστη μόνωση
ποὺ δὲν ἀπείλησε ποτὲ τὰ λουλούδια.
Τὰ τείχη τοῦ ἔαρος ἄραγε τ’ ἀρώματα
τ’ ἀρίφνητα μῦρα διανοίγονται;
Στοχάσου λιγάκι δίχως ἀνταλλάγματα:
δίχως ἀλήθεια καὶ ψέμα.
Στοχάσου πὼς ὅλα τὰ ζώπυρα
κοιμοῦνται σ’ ἐγρήγορση δίχως ἐκτόπισμα
στὴν ἄνθηση ποὺ ξεραίνει τὸ βιός της ὥστε νὰ ξανάρθει.
Πᾶσα πνοὴ καὶ πᾶσα νύχτα δὲ γνώρισε
μητέρα καὶ μάμμη καὶ προμάμμη ―
τὴν προέλευση τὴ θέλει τὸ μυαλό μας καὶ χανόμαστε
σ’ ἀνύπαρχτα βάθη καὶ μεγέθη τῆς ἀπουσίας
ὅταν ἀκόμη κ’ ἡ φωτιὰ τεμπελιάζει
μ’ ὅλα της τα τριξίματα
μ’ ὅλες τὶς φλόγες ποὺ βγάζει καὶ τ’ ἀποκαΐδια.
Θὰ σπάσω σήμερα τὶς ἀνέστιες φόρμες
τὴ στέγη θὰ ρίξω καὶ θ’ ἁπλώσω περίλυπα
στὴν ἀσκέπαστην ἐνέργεια τῆς ἀθανασίας
ἐκεῖ ποὺ λαλοῦσαν ἀνέκαθεν οἱ τυφλὲς
εἰκόνες τῶν πλασμάτων τὴν πολυμίλητη βουβαμάρα
τὴν ἀπόδειξη κείνου ποὺ δὲν ἀποδείχνεται
τὴν ἀπάρνηση τοῦ θριάμβου τῆς γλώσσας.
Ὁ παρείσαχτος νοῦς ὀποὺ χάραξε τραύματα
καὶ τὰ λέμε φαράγγια
ὀποὺ δίδαξε θαύματα καὶ τὰ λέμε κρημνὰ τῆς ἀνάγκης
ἤτανε κάποτε κι αὐτὸς ἀνίκητος ἀπ’ τὶς νίκες του
τὶς μεγάλες κι ἀνθρώπινες τὶς ὑπερύμνητες
εἶχε κι αὐτὸς ὁλάκερη στὰ πλήθια μόριά του τὴν εἰρήνη
στ’ ἀμπέλια τῶν κεραυνῶν ἐκτοξεύοντας
τὴ λάμψη τῆς ἀγάπης.
Ἡ φρόνηση πού ’χε κάψει τ’ ἄστρα κι ἀφανίστη χαράματα
τὸν πόνο τὸν ξεκούμπισε
τὸν ἔβαλε στὴ μαύρη ἁλυσίδα…
Τεράστιες ὧρες ἀγκαλιάζονταν τότε ἀναμεταξύ τους
καὶ πικράθηκεν ὁ χάρος ὁ χαραμοφάης
καθὼς ἡ Παναγία κυλιότανε στὰ κιτρολέμονα
κ’ εἶχε δέσει τὸ δαίμονα
στὰ θεόρατα γιασεμιὰ τῆς χαρμολύπης.
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
Γεώργιος Δροσίνης — Ἡ Πατρίδα μας
«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»
«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.
Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.
Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.
Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.
Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.
Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».
«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Μάνος Χατζιδάκης
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024
Ο χαρταετός στην ποιήση και τη ζωγραφική
Μίκης Θεοδωράκης - Χαρταετοί
Η Έλλη Λαμπέτη απαγγέλει το ποίημα ο Χαρταετός από την Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη.
Χαρταετός – Η ιστορία του
Ο χαρταετός, παιχνίδι για μικρούς και μεγάλους και απαραίτητο συστατικό της Καθαρής Δευτέρας, φαίνεται πως άνοιξε τα πολύχρωμα φτερά του πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, περίπου στα 1.000 π.Χ.
Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονική στιγμή και η τοποθεσία, που ο πρώτος χαρταετός ανέβηκε στον ουρανό, όμως πιθανότατα οι Κινέζοι έκαναν την αρχή με μια κατασκευή που αντέγραφε τη μορφή των πουλιών.
Από τις αρχές του κόσμου ο άνθρωπος ονειρευόταν να πετάξει σαν τα πουλιά – ένα όνειρο που φαίνεται σε γραπτά και εικόνες που χρονολογούνται από το 500 π.Χ. Οι χαρταετοί, λοιπόν, έκαναν την εμφάνιση τους στην Κίνα πριν από 3.000 χρόνια. Εκεί ήταν διαθέσιμα και τα κατάλληλα υλικά για την κατασκευή τους: καλάμια bambou για το πλαίσιο και μετάξι για το πανί και την ουρά.
Με αφετηρία την Άπω Ανατολή ο χαρταετός πέρασε τη δική του «Οδύσσεια» ακολουθώντας αρχαίες διαδρομές και υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις ηπείρους, αποκτώντας νέες μορφές και δημιουργώντας μύθους, καθώς έκανε την εμφάνισή του στους διάφορους πολιτισμούς.
Οι ανατολικοί λαοί τους έδωσαν ζωντανές μορφές (ψάρια, πουλιά, δράκοντες κ.λπ.). Άλλοι έδεναν σ’ αυτούς (γραμμένες πάνω σε μικρότερο χαρτί) τις αρρώστιες και τις συμφορές και τις άφηναν να φύγουν μακριά, άλλοι έστελναν προς τα επάνω τις ευχές και τις επιθυμίες τους, και άλλοι προσάρμοζαν μικρές φλογέρες στο κεφάλι του αετού, για να σφυρίζουν και να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Τέλος, άλλοι σήκωναν ομαδικά τους αετούς, σαν προσευχή στον ουρανό και έψαλλαν ύμνους.
Στην ελληνική αρχαιότητα, τον 4ο αιώνα π.Χ., ο μαθηματικός και αρχιμηχανικός Αρχύτας (440-360 π.Χ.), από τον Τάραντα της Νότιας Ιταλίας, καλός φίλος του Πλάτωνα και οπαδός του Πυθαγόρα, χρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του τον χαρταετό και λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης του.
Σάββατο 16 Μαρτίου 2024
Κ.Π. Καβάφης: “Μανουήλ Κομνηνός”
Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.
ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024
"Συνέδριο" Καθημερινής
Κυριακή 3 Μαρτίου 2024
Ο «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου στον Γρηγόρη Αυξεντίου
"Τέλειωσαν πια τα ψέματα – δικά μας και ξέναΗ φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει.
Δεν μπορείς πια Να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι.
Η φωτιά πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – ( για ποιόν; Για μένα;Για τους άλλους; ) Πρέπει. Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
Άλλες αναρτήσεις για τον ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου ΕΔΩ
...Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ,
Πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια –
Μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας
Μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων,
φλεγόμενη η σημαία μας σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ να επαναλάβω :
” Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση,
οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη
” Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α “"
3 Μαρτίου 1957.
Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024
Νόημα, μορφή και περιεχόμενο στο «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη
Του Νίκου Ξένιου
«...να ελέγξει κανείς, να τακτοποιήσει και να δώσει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία»
Το ποίημα "Μυθιστόρημα" του Γιώργου Σεφέρη
H μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά, η συρρίκνωση του ελληνισμού και η απομάγευση της Μεγάλης Ιδέας, η πολιτική αστάθεια και η απογοήτευση συνθέτουν, για τον Γιώργο Σεφέρη, έναν νέο μύθο, σημείο αναφοράς για τους ξεριζωμένους μικρασιάτες.[1] Οι κορόνες για την πατρίδα, η Μεγάλη Ιδέα και οι εφήμερες ιδεολογίες δεν φαίνεται να τον επηρεάζουν όταν, φέροντας την ψυχική ταυτότητα του «ξένου» και νιώθοντας αποστροφή προς τη δράση των πολιτικών της εποχής του, ανακατασκευάζει τους ιδρυτικούς μύθους της φυλής, επιστρατεύει τη λαϊκή φαντασία για τον πόλεμο της Τροίας, για τους Αργοναύτες, για τον Μεγαλέξανδρο, αποτυπώνοντας παράλληλα και τις ιδεολογικές συνέπειες της καταστροφής. Στην Αγγλία, ήδη από το καλοκαίρι του 1933, έχει επιχειρήσει μια πρώτη σύνθεση του Μυθιστορήματος, που θα ολοκληρωθεί στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1934. Στην ποιητική αυτή συλλογή ο νομπελίστας ποιητής θα αξιοποιήσει την πολύπλευρη επαφή του με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία και την αρχαιογνωσία του, σε μια σύνθεση όπου το ελληνικό ένδοξο παρελθόν έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με το αβέβαιο μέλλον του ελληνισμού. Αυτή είναι η βασική τοποθέτηση του Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου (Η ποιητική μυθολογία του Σεφέρη, Εταιρεία Κρητικών Σπουδών, Ίδρυμα Ερ. Καψωμένου).
Α. Το νόημα του «Μυθιστορήματος»: το ταξίδι της επιστροφής
Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024
Τάσος Λειβαδίτης, «Το πατρικό σπίτι»
Τάσος Λειβαδίτης, «Το πατρικό σπίτι»
Βάδιζα ώρες. Ίσως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, όταν ένα σπίτι βρέθηκε μπροστά μου. «Θεέ μου, το πατρικό μου σπίτι!» ψιθύρισα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, μου άνοιξε η ίδια η μητέρα μου, ταράχτηκα, αλλά ντράπηκα να της πω ότι ήταν πεθαμένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό μύλο του καφέ που της είχαν χαρίσει όταν ήταν νιόνυφη. Και γύριζε το χερούλι του μύλου με τέτοια σοβαρότητα που μου ’ρχόταν να κλαίω. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα ημερολόγιο, που όπως φύσηξε απ’ την ανοιχτή πόρτα, το ημερολόγιο άρχισε να διαλύεται, σκόρπισαν τα ξεθωριασμένα φύλλα του «γιατί, μητέρα», της λέω – «κι όμως μ’ αγαπούσατε».
(Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1990 / εκδ. Μετρονόμος, 2018)
Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024
“Ο Γενάρης του 1904”-Κωνσταντίνος Καβάφης
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.
Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993
ΠΗΓΗ: to tetragwno
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Η Προσευχή του Ταπεινού
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά σου λέω την προσευχή μου:
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάστηξα· μου δίνεις και την ξένη.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δε χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή, τη δύση έχω κοιτάξει,
έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι,
ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα, να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή· πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα!
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877 – 1940)
Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023
Τάσος Λειβαδίτης, «Αλλά τα βράδια»
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Απόδοση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023
«Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να/ζήσω.»
Τάσος Λειβαδίτης — Περιπλανήσεις (I)
«Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να/ζήσω.»
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα.
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει.
Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023
Κωστής Μοσκώφ: Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)
Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)
Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..
Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…
«Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο…»
Ποιος λοιπόν θα βάλει
τα παιδιά να κοιμηθούν;
Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα;
Η ποίηση,
Πράξη
καιρών
λυπημένων…
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά
να φωτίσω το σκοτάδι μου…
***
«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-— οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…
***
Πέρασαν εκατό χρόνια μοναξιάς
να σ αγαπάω’
Γέρασα τώρα,
δε σκύβω στο πηγάδι,
μην αντικρίσω τον Καιρό…
Έβαλα
το μαχαίρι
στη θήκη του
τίποτα πια δεν περιμένω
***
Που ξέρεις,
μπορεί ό θάνατος και να νικήσει·
το Καράβι μας
αραγμένο αιώνες τώρα στο λιμάνι
—μέσα στην ιστορία νεκρό—
να σαπίσει,
φορτωμένο τόση μοναξιά…