Θεόφιλου,«Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Ατρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29» (1928, τοιχογραφία αποτοιχισμένη από το σπίτι-καφενείο Γ. Αντίκα στη Σκόπελο Γέρας Μυτιλήνης, 141×179 εκ.
Μνήμες Άλωσης
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τόσο βαθιά εντύπωση στους Έλληνες, από τον Πόντο και την Παλαιστίνη έως τη Νότια Ιταλία, ώστε αναρίθμητοι θρήνοι, δημοτικοί ή λογιότεροι, πλάστηκαν ή γράφτηκαν γι’ αυτό το σχεδόν απίστευτο κοσμοϊστορικό γεγονός. Παρ’ ότι η Βασιλεύουσα ήταν πια σκιά του εαυτού της, ερημωμένη και ερειπωμένη, μια νησίδα στην οθωμανική θάλασσα, εντούτοις η ύπαρξή της σηματοδοτούσε ακόμα την ύπαρξη του βυζαντινού ελληνισμού[1]. Γι’ αυτό και το τέλος της άργησε να γίνει πιστευτό από τους ραγιάδες και βιώθηκε ως μια ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Ταυτόχρονα όμως, υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης, η Άλωση λειτούργησε λυτρωτικά, απελευθέρωσε τους Έλληνες από τις φρούδες ελπίδες της ανάστασης ενός σεσηπότος οργανισμού και από την κατάθλιψη που τους βάραινε μπρος στο αναπόφευκτο τέλος:
Προ ταύτης μεν [δηλ. της αλώσεως] τα περί του μέλλοντος μαντεύματα ήσαν απαίσια και προανήγγελλον όλεθρον και καταστροφάς, μετά δε την άλωσιν αντίθετα όλως διεδίδοντο, μαρτυρούντα μεταβολήν του φρονήματος του έθνους. Από πολλού μεν χρόνου προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους ανεφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης τύχης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως διά της σπάθης θ’ ανακτήσει την διά της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν[2].
Ο Γεώργιος Ζώρας, στη Βυζαντινήν Ποίησιν, καταγράφοντας τους «θρήνους» της Άλωσης, εμφαίνει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε όσους γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και τους μεταγενέστερους, αφού είχε μεσολαβήσει η σκληρή δοκιμασία της σκλαβιάς. Ο άγνωστος συγγραφέας στην «Ἅλωσι Κωνσταντινουπόλεως», από τους 1045 στίχους –που άλλοτε αποδίδονταν στον Εμμανουήλ Γεωργιλά– επικρίνει τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ῥωμανίαν ὅλην:/ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα», καθώς και τους Δυτικούς για την αδιαφορία τους:
296 Ὦ Βενετία φουμιστή, μυριοχαριτωμένη,
Αὐθέντες εὐγενέστατοι, λάθος μεγάλον ἦτον,
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μεγάλο κρῖμα ἦτον·
299 Ποῦ ἦτον ἡ βοήθεια σας, αὐθέντες Βενιτζιάνοι;[3]
Ωστόσο, επιχειρεί να συγκινήσει τους χριστιανούς, και κυρίως τον πάπα, ώστε να οργανώσουν μια απελευθερωτική σταυροφορία:
289 Ἦλθε καιρὸς τῶν χριστιανῶν, Λατίνων καὶ Ῥωμαίων,
Ῥούσων καὶ Βλάχων καὶ Οὐγγρῶν, Σέρβων καὶ Ἀλαμάνων,
291 ὅλοι νὰ ὁμονοιάσουσιν, νὰ γένουσι τὸ ἕνα [ ]
604 Ὦ κορυφὴ τῆς ἐκκλησιᾶς, παναγιώτατε πάπα,
Τῆς πίστης τὸ στερέωμα, Χριστιανῶν ἡ δόξα,
’ς τὴν ἁγιοσύνη σου κρεμᾷ ὅλ’ ἡ χριστιανοσύνη·
νὰ τοὺς ἐφέρῃς εἰς καλὸν ἐκ τὴν διατανωσύνη [ ]
608 καὶ νὰ σηκώσῃς τὸν σταυρὸν μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον[4].