Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΩΑΝΝΟΥ Δ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΩΑΝΝΟΥ Δ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ



Δημήτρης Α. Ιωάννου


Η Ελλάδα υπέστη στην λανθάνουσα συγκρουσή της με την Τουρκία την μεγαλύτερη ήττα της τελευταίας πεντηκονταετίας. Αυτό συνέβη, λόγω του τρόπου με τον οποίο “επιτεύχθηκε” η “αποκλιμάκωση” της “έντασης” που είχε προκληθεί μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, με αφορμή τις ερευνητικές εργασίες του ιταλικού σκάφους Levoli Lerume.

Διότι έτσι, τουλάχιστον, με αυτή την απίστευτη φρασεολογία (“αποκλιμάκωση”, “ενταση”, “εκτόνωση” κλπ), παρουσίασε ο πλήρους σοβιετικής νοοτροπίας ως προς την ευθυγράμμισή του και την υποταγή του στην κυβέρνηση, ελληνικός τύπος την, εντός ολίγων ωρών, ουσιαστική κατάρρευση, εν τοις πράγμασι, όλων των εγχειρημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Όπως ήδη έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, με την “αποκλιμάκωση”, δηλαδή με την εσπευσμένη αποχώρηση του ερευνητικού πλοίου από την περιοχή της Κάσου-Καρπάθου, λόγω της εκεί παρουσίας των πέντε τουρκικών πολεμικών σκαφών, η Ελλάδα έδειξε να αποδέχεται στην πράξη το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, να απεμπολεί την Συμφωνία με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση ΑΟΖ και -το κυριότερο- να συναινεί με την στάση της, και να αποδέχεται με την συμπεριφορά της, τον τουρκικό ισχυρισμό πως δεν υπάρχει ελληνική ΑΟΖ πέραν των 6 μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης των νησιών του Αιγαίου.

Εκείνο βέβαια που δεν έχει επισημανθεί επαρκώς είναι πως το σημαντικό εδώ δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η αποχώρηση του ερευνητικού πλοίου πριν την ολοκλήρωση των εργασιών του-παρά τους ισχυρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης ότι αυτές είχαν ολοκληρωθεί. Το σημαντικό στοιχείο είναι πως αυτό έγινε όχι με ολόπλευρη καταγγελία της Τουρκίας, αλλά με “φιλικό τρόπο”, μέσω διαβουλεύσεων, στο πνεύμα διαλόγου που έχει εγκαινιασθεί, μεταξύ των δύο πλευρών, μετά την “Διακήρυξη των Αθηνών”!

Δηλαδή η εγκατάλειψη όλων των σταθερών της εξωτερικής πολιτικής μας έναντι της Τουρκίας, τα τελευταία πενήντα χρόνια, γίνεται, χωρίς παράπονο κανένα από την πλευρά μας, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσέγγισης και αλληλοκατανόησης με την γείτονα! Την οποία, μάλιστα προσέγγιση, θυμίζουμε, οι ενθουσιώδεις χειροκροτητές της, μας είχαν καλέσει να υποστηρίξουμε και εμείς όλοι με γενναιότητα, αλλά και ανοιχτό μυαλό, διότι ελάμβανε χώρα σε μία στιγμή που ο Ερντογκάν ήταν διεθνώς αποδυναμωμένος, και, συνεπώς, οι οιωνοί ήταν με το μέρος μας!



Ας ευχηθούμε όλοι πώς η ήττα αυτή δεν θα είναι η στιγμή δυσμενούς καμπής που όλοι φοβόμαστε ότι θα ερχόταν σε κάποιο χρονικό σημείο στις σχέσεις μας με τον κακό μας γείτονα, Δυστυχώς όμως είναι πολύ πιθανό να συμβαίνει κάτι τέτοιο διότι πραγματικά πρόκειται για την μεγαλύτερη ήττα που έχουμε υποστεί μετά την κατάληψη της Κύπρου. Εάν κάποιος θεωρεί σοβαρή ήττα την έκβαση της κρίσεως των Ιμίων πρέπει να σκεφτεί ότι εκεί φαινομενικά, τουλάχιστον, πέραν του γεγονότος ότι η κρίση αφορούσε μία συγκεκριμένη και πολύ μικρή περιοχή εκείνο που χάθηκε από εμας δεν κερδήθηκε από τους αντιπάλους μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως της Κάσου, είναι η πρώτη φορά που εγκαταλείπουμε, -και μάλιστα κατά τα φαινόμενα περιχαρείς για την αποτελεσματική λειτουργία των “διαύλων επικοινωνίας” με την Αγκυρα-, ακόμη και την υποστήριξη του Διεθνούς Δικαίου ως μέσου για την επίλυση των διαφορών μας με τις όμορες χώρες. Και αν βέβαια η κυβέρνηση πιστεύει ότι με την προσπάθεια να υποβαθμίσει στα μάτια της κοινής γνώμης, σχεδόν παρασιωπώντας το γεγονός, την σημασία της ελληνικής υποχώρησης, πλανάται πλάνην οικτράν. Με τον τρόπο που έγινε αυτή, την συγκεκριμένη στιγμή, και στο συγκεκριμένο θέμα, έχει ήδη δώσει στο τουρκικό καθεστώς την θαυμάσια ευκαιρία, είτε άμεσα είτε σε βάθος χρόνου, την κατάλληλη πολιτικά στιγμή, να διατυμπανίσει το όλο θέμα ως μία πλήρη δικαιωση της πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογκάν έναντι της Ελλάδας.

Αυτό που συνεβη δημιουργεί ένα εξαιρετικά δυσμενές προηγούμενο. Δυστυχώς τα γεγονότα έχουν μία δυναμική την οποία η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί, όταν χαράσσει πολιτική -εαν συμβαίνει, βέβαια, κάτι τέτοιο. Η ύπαρξη ενός προηγουμένου επιβολής στον αντίπαλο με πειθαναγκασμό και απειλή βίας, δημιουργεί για τον εν δυνάμει επιτιθέμενο, δηλαδή για την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση, από τούδε και εις το εξής, την δέσμευση πως την επόμενη φορά, σε μία ανάλογη κατάσταση, θα πρέπει να είναι ακόμα περισσότερο επιθετική. Από την άποψη αυτή, συνεπώς, η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας που, με υπερατλαντική παρότρυνση, από διετίας ανέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί να επιτύχει τον στόχο της, επιφέρει μέχρι στιγμής το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: ωθεί την Τουρκία στο να καθίσταται περισσότερο επιθετική και απειλητική απένταντι στην χώρα μας. Ωθεί, επίσης τους τρίτους που επιθυμούν να είναι ρυθμιστές της όλης κατάστασης να προσαρμόζουν αναλόγως την συμπεριφορά τους: να πιέζουν, δηλαδή, λιγότερο τους εμφανώς αποφασισμένους να κυριαρχήσουν και περισσότερο τους “σώφρονες” και “νουνεχείς” που δείχνουν πρόθυμοι να υποχωρήσουν και, -γιατί όχι- και να κυριαρχηθούν.

Βέβαια εδώ ο φιλοκυβερνητικός πραγματιστής θα θέσει το ερώτημα: και τι να έκανε δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στα πέντε τουρκικά πολεμικά; Να ξεκινούσε την νέα ναυμαχία της Κάσου και μετά τον νέο ελληνοτουρκικό πόλεμο;

Η απάντηση σε αυτό είναι πάρα πολύ απλή: εκείνο που θα έπρεπε να είχε κάνει η ελληνική κυβέρνηση, εφ’ όσον δεν επιθυμούσε την σύγκρουση, είναι πως θα έπρεπε να είχε προνοήσει και να μην είχε στείλει το ερευνητικό σκάφος, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, δίνοντας την ευκαιρία στο Τούρκους να κάνουν επίδειξη δύναμης και να επιβάλουν όχι, πλέον, μόνο συμβολικά, αλλά και ουσιαστικά την κυριαρχία τους στην περιοχή.

Το να περιδιαβαίνει το Oruc Reis την (δυνητικά) ελληνική ΑΟΖ και εσύ να το παρακολουθείς και να το καταγγέλεις δεν είναι μία αναμφίσημη στάση αδυναμίας: μπορεί να είναι και δείγμα σοβαρότητας και σταθερότητας. Όμως όταν είσαι εσύ που, παίρνοντας μία άστοχη πρωτοβουλία, προσφέρεις την δυνατότητα στον αντίπαλο να προκαλέσει επεισόδιο επιδεικνύοντας τα στοχεία που εσύ δεν διαθέτεις, (αποφασιστικότητα, επιθετικότητα κλπ), αναγκάζοντας σε να υποχωρήσεις κατά καταστροφικό τρόπο, τότε έχεις υποπέσει σε σοβαρό σφάλμα ακρισίας. Δυστυχώς αυτό κάναμε εμείς και το πληρώσαμε με την μεγαλύτερη ήττα μετά από το 1975, τις συνέπειες της οποίας τώρα πρέπει να επανορθώσουμε, όσο δύσκολο και να είναι αυτό .

ΠΗΓΗ:https://www.anixneuseis.gr/%ce%b7-%cf%80%ce%b9%ce%bf-%ce%bc%ce%b5%ce%b3%ce%b1%ce%bb%ce%b7-%ce%b7%cf%84%cf%84%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%b5%ce%bd%cf%84%ce%b7%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b5%cf%84%ce%b9%ce%b1%cf%83/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Υπάρχει Θεός;

από Δημήτρης Γ. Ιωάννου




Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του Κάι Νίλσεν «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Θρησκείας», το οποίο και υποστήριζε ότι ο περί Θεού λόγος δεν είναι καν δυνατός, γιατί η έννοια «Θεός» είναι ασυνάρτητη και αλλοπρόσαλλη.
 Πώς μπορούμε να πιστέψουμε ένας δόγμα, ότι ο Θεός είναι και Τρία και Ένα, ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, ότι ο Θεός μπορεί και είναι στοργικός χωρίς να έχει σώμα, ότι είναι εξωχρονικό Ον κ.λπ.; Η ίδια η λέξη «Θεός» δεν έχει στην πραγματικότητα νόημα.

Περαιτέρω, ο συγγραφέας υποστήριζε την γνωστή άποψη ότι ό,τι δεν είναι επαληθεύσιμο με ορθολογικές μεθόδους δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθινό. Πώς θα επαληθεύαμε ή θα διαψεύδαμε το γεγονός ότι «ο Θεός είναι εξωχρονικό Ον» ή «ο Θεός είναι παντοδύναμος»; Δεν υπάρχει ορθολογική διαδικασία που θα επιβεβαίωνε ή θα κατέρριπτε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Άρα, ο περί Θεού λόγος, η Θρησκεία δεν έχει νόημα.

 Οι άνθρωποι αυτοί δείχνουν πόσο φτωχή είναι η αντίληψή τους για την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον που στηρίζεται αποκλειστικά, για να ενεργήσει και να λειτουργήσει, στην «ορθολογικότητα». Πρώτα απ’ όλα, ξεκινάμε λέγοντας ότι έχουμε μία διαρκή αίσθηση του εαυτού μας ως της αυτής πάντοτε πραγματικότητας, αισθανόμαστε δηλαδή ότι είμαστε το ίδιο ον που είμαστε πριν από πέντε λεπτά, πέντε μήνες, πενήντα χρόνια. Η αίσθηση αυτή δεν είναι στην πραγματικότητα ορθολογική. Έχουμε την μνήμη, θα πει κάποιος, η οποία μας βοηθά να ταυτίζουμε αυτό που είμαστε τώρα με ό,τι είμαστε πριν πενήντα χρόνια. Τι μας ωθεί όμως να πιστεύουμε στην αξιοπιστία της μνήμης; Θα μπορούσαμε να θυμόμαστε διάφορα πράγματα από το παρελθόν, όπως κάνουν μερικά ζώα, χωρίς να έχουμε αυτή την πολύτιμη αίσθηση διαρκούς ταυτότητας του εγώ, επίγνωσης ότι είμαστε εσαεί το ίδιο ον. Η αίσθηση της ταυτότητας, αν το καλοσκεφθούμε, είναι πάνω από την πραγματικότητα της μνήμης. Φαινομενολογικά, η αίσθηση της ταυτότητας προβάλλει και εισδύει μέσα στην ύπαρξή μας, ως τα πλέον βαθύτερα στρώματα του είναι μας, και δεν αποτελεί ένα συμπέρασμα που εξάγει ο εαυτός μας βάσει εμπειρίας, αλλά το θεμέλιο και την πηγή της αυτοσυνειδησίας. Η μνήμη έρχεται αρωγός της αυτοσυνειδησίας και δεν είναι η πηγή της. Το βασικό αυτό αίσθημα είναι πηγή της ορθολογικότητας και όχι αποτέλεσμά της. Σκεφθείτε κάποιον που θα έψαχνε να τεκμηριώσει με ορθολογικές αποδείξεις ότι είναι το ίδιο ον που ήταν πριν και μερικές δεκαετίες, όταν στο σώμα του και στην ψυχή του έχουν αλλάξει ένα σωρό πράγμα. Από νεογνό έφτασε να αποτελεί έναν ώριμο άνδρα, από κάποιο ον του οποίου ο νους είναι «tabula rasa» έφτασε να είναι ένας άνθρωπος γεμάτος γνώσεις, εμπειρίες και βιώματα, ένα ενσυνείδητο ον. Καθώς ανανεώνονται διαρκώς τα κύτταρα του οργανισμού μας και αλλάζει βαθέως ο ψυχισμός μας, κάποιος θα μπορούσε ευλόγα να πει ότι το νεογνό με τον ώριμο άνδρα, μολονότι υφίσταται μια συνέχεια στον χρόνο της συγκεκριμένης ύπαρξης, είναι δύο διαφορετικά όντα.

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ; π. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης


Ζούμε στην εποχή της νεωτερικότητας, της οποίας τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά είναι ότι ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του καθολικά χειραφετημένο, απελευθερωμένο από οποιαδήποτε αυθεντία, ακόμη και τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος, σύμφωνα και με τα διδάγματα του Διαφωτισμού, στηρίζεται αποκλειστικά στη δική του λογική και  προοδεύει συσσωρεύοντας διανοητική γνώση. Κυριαρχεί και εξουσιάζει τη φύση, ενώ δρα με αυτονομία και αυτοδιάθεση, καθυποτάσσοντας μάλιστα και την ετερότητα. Είναι βέβαια αλήθεια, όπως παρατηρεί και ο  Αντόρνο, ότι η λογική της ανθρώπινης απελευθέρωσης μετεξελίσσεται στον Διαφωτισμό βαθμιαία σε αυταρχισμό και καταπίεση.

Η νεωτερικότητα βρίσκεται σε ρήξη με την παράδοση και την θρησκεία. Το μεταμοντέρνο ιδίως άτομο αποθεώνει το εφήμερο και το αποσπασματικό, υπονομεύει την αίσθηση της Ιστορίας ως συνέχειας και προβάλλει την αποσπασματικότητα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη  μεταβάλλει μάλιστα το εγώ σε ένα σύνολο από σκόρπιες ιδιότητες και πρακτικές, αμφισβητώντας την έννοια της προσωπικής ταυτότητας. Ο ατομισμός παρ’ όλα αυτά κυριαρχεί, αποθεώνεται η πρόσκαιρη προτίμηση του υποκειμένου, η δυνατότητα για κάθε λογής «αυτοέκφραση» και «απελευθέρωση. Το υποκείμενο θηρεύει την πρόσκαιρη ηδονή και αναζητεί την ευτυχία στην ενισχυμένη του θέληση και τον βολονταρισμό, ενώ εξυμνείται ο καταναλωτισμός, καθώς πια εκλείπουν ιδανικά και αξίες. Οι λεγόμενες «μεγάλες αφηγήσεις», τόσο της Ιστορίας όσο και της προσωπικής ταυτότητας και συνέχειας, βάλλονται, για να θεωρηθεί τελικά ο εαυτός ως ένα συνονθύλευμα ατάκτως ερριμμένων αντιλήψεων, πίστεων, πρακτικών και δραστηριοτήτων. Τα μείζονα ερωτήματα της γνώσης απαντώνται με κοσμικούς καθαρά όρους και εξοβελίζεται η μεταφυσική και η θεολογία, ενώ κάθε απάντηση σε ερωτήσεις του τύπου «πώς επιτυγχάνουμε την αληθινή γνώση;» ή «πώς μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας;» γίνεται αυτομάτως προβληματική και αμφιλεγόμενη. Ο αστικός εκσυγχρονισμός έχει αποκόψει τον άνθρωπο ακόμη περισσότερο από τις παραδοσιακές του ρίζες και καταβολές, οπότε έχουμε να κάνουμε με την διάλυση της κοινότητας και των συλλογικών παραδόσεων. Διακηρύσσεται ότι δεν υπάρχει μία, αλλά πολλές αλήθειες ταυτόχρονα, ενίοτε και σε σύγκρουση μεταξύ τους και η ελευθερία φθάνει να συνδέεται με την αυθαιρεσία, ενώ το άτομο απαγκιστρώνεται από κάθε κοσμική ιερότητα και κοσμολογική τάξη. Η νεωτερική ελευθερία επέβαλε την αίσθηση του παραλόγου του κόσμου, γέννησε τον υπαρξισμό και την θήρευση του παραλογισμού της πραγματικότητας. Περιγράψαμε μόλις την «μεταμοντέρνα συνθήκη».

Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στην μοντέρνα και μεταμοντέρνα συνθήκη; Μερικοί μιλούν για συμβιβασμό με την μοντερνικότητα και για την ανάγκη η Εκκλησία να υποχωρήσει έναντι των τρεχουσών εξελίξεων. Οι σύγχρονοι φιλοκαλικοί Πατέρες αντιθέτως κάνουν λόγο για την ανάγκη να μην νοθευτεί το γνήσιο χριστιανικό κήρυγμα με την τρέχουσα συγκυρία. Αυτό είναι το αληθινό πρόβλημα. Ο π. Συμεών Κραγιόπουλος μιλά για τον κίνδυνο να εκκοσμικευθεί η Εκκλησία, από τον συμβιβασμό με τον κόσμο. Θα παρουσιάσουμε σύντομα την σχετική διδασκαλία του.

Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο θεολόγο, λοιπόν, η παρουσία της χάρης μέσα στην Εκκλησία πρέπει να είναι αισθητή (βλ. το βιβλίο του «Μέσα στην έρημο του κόσμου», Πανόραμα Θεσ/κης, 2009, σελ. 23 κ.ε.) – αυτή είναι η μεγάλη θεολογική αλήθεια, όπως διατρανώθηκε άλλωστε στο Βυζάντιο από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά κατά τις ησυχαστικές έριδες. Στην πρώτη Εκκλησία, αποστολική και μεταποστολική, η αισθητή χάρη του Αγίου Πνεύματος οδηγούσε στο μαρτύριο. Εκατομμύρια χριστιανοί βασανίστηκαν και μαρτύρησαν, χαίροντες και αγαλλόμενοι, ομολογώντας την πίστη τους στον Χριστό. Η αισθητή χάρη οδήγησε τους πρώτους χριστιανούς στον αγιασμό.

Μετά τον Δ αιώνα ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκανε τρόπον τινά επίσημη θρησκεία του κράτους τον χριστιανισμό, οπότε και άρχισε μια συμφιλίωση της Εκκλησίας με τον κόσμο. Άρχισε η εκκοσμίκευση, να τα έχει καλά η Εκκλησία με τον κόσμο. Χάθηκε η αίσθηση ότι η Εκκλησία ήταν κάτι ξένο, ότι είμαστε, κατά την Γραφή, «ξένοι, πάροικοι και παρεπίδημοι εν τω κόσμω».

Η εκκοσμίκευση φυγάδευσε το Άγιο Πνεύμα. Τότε, μεγάλο ρεύμα χριστιανών κατευθύνθηκε προς την έρημο, γιατί, όπως λέγει ο π. Συμεών, δεν μπορούσε να χωρέσει η ψυχή τους πως είναι δυνατόν να λείπει η αισθητή παρουσία του Αγίου Πνεύματος από τις ψυχές των ανθρώπων. Η καταφυγή στην έρημο είχε ως σκοπό να διαφυλαχθεί το μέγα χάρισμα. Και πράγματι, δόθηκε άφθονη η χάρη του Θεού. Αγίασαν οι άνθρωπο με την νηστεία και την συνεχή προσευχή. Αυτό ακριβώς ισχύει και για την εποχή μας, ότι δηλαδή ο χριστιανός πρέπει να ζει σαν σε έρημο μέσα στον κόσμο. Αν δεν ξεφύγουμε, λέγει ο πατήρ, από αυτό το κοσμικό πνεύμα, που του δίνουμε μάλιστα και χρώμα χριστιανικό -να είμαστε «ευγενικοί» και «πολιτισμένοι» άνθρωποι-, αν δεν πάψουμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να γίνουμε αληθινά πνευματικοί άνθρωποι. Το Άγιο Πνεύμα θα το λάβει όποιος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, τον χαρακτήρα και την κοινωνία μέσα στην οποία ζει, θα παραδοθεί στον Θεό με πολλή εμπιστοσύνη και θα αφήσει τον Κύριο να ενεργήσει στην ψυχή του. Ο χριστιανός είναι ο αληθινός άνθρωπος.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Κίρκεργκωρ, Λεβινάς και ορθόδοξη Πατερική Θεολογία (Μέρος 1ο)

από Δημήτρης Γ. Ιωάννου




Ο υπαρξισμός είναι ένα κίνημα που μεσουράνησε στην δυτική Ευρώπη το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, αν και ο ιδρυτής του, ο φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκωρ έζησε και δημιούργησε τον 19ο. Προέχει να μάθουμε σε τι το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα είναι σύμφωνο με τον χριστιανισμό και σε τι διαφοροποιείται. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί από τους στοχαστές του ήταν χριστιανοί, και μάλιστα ο λουθηρανός Κίρκεγκωρ, που έγραψε όμως πολλά και για το αδύνατο της πίστης.

Ο Κίρκεγκωρ ήταν κατά της ιδρυματικής εκκλησίας, που άλλωστε πίστευε ότι είχε προδώσει τον ρόλο της, και ήταν υπέρμαχος της υποκειμενικότητας-το ξεχωριστό άτομο σχετίζεται και συνδιαλέγεται με τον Θεό του μεμονωμένα. Θα είχε ενδιαφέρον να μελετήσουμε λίγο την θρησκευτική σκέψη του Κίρκεγκωρ.

Ο Θεός γίνεται γενικά για τον υπαρξισμό η απόλυτη Υπόσταση- «υπόσταση» είναι το υποκείμενο, το άτομο, αυτό που δεν μπορεί να αναχθεί στο καθολικό, αλλά αποτελεί την μοναδικότητα. Όλοι οι υπαρξιστές φιλόσοφοι μίλησαν για αυτή την απόλυτη Υπόσταση, τον Θεό, ορισμένοι την αποδέχθηκαν, ορισμένοι την απέρριψαν. Για μερικούς, αυτή η «απόλυτη Υπόσταση» δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία, όπως για τον γερμανό φιλόσοφο Χάιντεγκερ, ο οποίος πίστευε ότι το λεγόμενο «dasein» μεριμνά πρωτίστως για το Είναι. Για τον Χάιντεγκερ το Είναι είναι μια βαθύτερη πραγματικότητα ακόμη και από τον ίδιο τον Θεό, αφού, αν ο Θεός υπάρχει, τότε υπάγεται και Αυτός στο Είναι.

Για τον Κίρκεγκωρ όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ο Θεός είναι η απόλυτη πραγματικότητα, έναντι της οποίας οφείλει να προσδιοριστεί κάθε ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Ο Θεός είναι η «Απόλυτη Υπόσταση»- και όχι το απόλυτο πρόσωπο. Δεν πρέπει να συγχέουμε τον υπαρξισμό με τον περσοναλισμό- η έννοια του «προσώπου» χαρακτηρίζει επακριβώς τον περσοναλισμό, ενώ αντιθέτως για τους υπαρξιστές αυτή είναι προβληματική. Αυτό ισχύει π.χ. για τον Χάιντεγκερ, για τον οποίο το «Dasein» διαφοροποιείται έναντι του προσώπου, καθώς είναι ερριμμένο στον κόσμο και μεριμνά για το Είναι.

Θα ήταν λάθος να ονομάσουμε και το υποκείμενο του Κίρκεγκωρ «πρόσωπο»- καθώς η πραγματικότητα της υπέρβασης, του παράδοξου και του απόλυτου πάθους είναι αυτά που το χαρακτηρίζουν. Ο Κίρκεγκωρ πάντως ξεκινά το φιλοσοφικό του εγχείρημα διαφοροποιούμενος από τον Χέγκελ, για τον οποίο αξία έχει το καθολικό, το γενικό, το απόλυτο Πνεύμα, που είναι κάτι το αντικειμενικό και το οποίο θα κατισχύσει στην Ιστορία. Έναντι του Χέγκελ αυτοπροσδιορίζεται ο Κίρκεγκωρ ως ο φιλόσοφος της ατομικότητας, του υποκειμενικού, αυτού που δεν μπορεί να ενταχθεί στο Γενικό, αυτό το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στην αντικειμενική εγελιανή Ιστορία. Σημασία για τον Δανό φιλόσοφο έχει το μερικό, το μη αναγώγιμο σε ευρύτερες έννοιες, μαζί και το μοναχικό. Για τον Κίρκεγκωρ η υποκειμενικότητα είναι μοναχική, αποτραβιέται κανείς στον δικό του κόσμο, εφόσον η Γλώσσα αδυνατεί από ένα σημείο και πέρα να εκφράσει την μεμονωμένη υπόσταση, και ο άνθρωπος δεν γίνεται πια κατανοητός. Είναι μέσα σε αυτή την μοναχικότητα που συναντά ο άνθρωπος τον Θεό του.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Ορίζοντας την ηθικότητα



Δημήτρης Γ. Ιωάννου 

Η ενασχόληση του σύγχρονου φιλοσοφικού λόγου με την Ηθική είναι αξιοσημείωτη, και γι’ αυτό κρίνεται σημαντική η κριτική στάση απέναντι σε όλη αυτή την φιλοσοφική γραμματεία. Είναι λοιπόν για την σημερινή φιλοσοφική διανόηση σημαντική η διάκριση μεταξύ των προτάσεων του «είναι» και αυτές του «πρέπει». Την διάκριση εισήγαγε στην νεώτερη φιλοσοφία ο Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος έγραψε ότι «σε κάθε σύστημα ηθικής που γνώρισα μέχρι σήμερα, παρατήρησα πάντοτε ότι για ένα χρονικό διάστημα ο συγγραφέας προχωρεί κατά τον συνήθη τρόπο του σκέπτεσθαι και εισάγει το ον του Θεού ή κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τα ανθρώπινα ζητήματα. Ξαφνικά , όμως, διαπιστώνω μετ’ εκπλήξεως ότι όλες οι προτάσεις σχετίζονται με το ‘πρέπει’ ή το ‘δεν πρέπει’, αντί με τα συνήθη συνδετικά ρήματα των προτάσεων ‘είναι’ και ‘δεν είναι’… Επειδή το ‘πρέπει’ ή το ‘δεν πρέπει’ εκφράζουν κάποια νέα σχέση ή απόφανση, είναι ανάγκη ν’ αποτελέσουν αντικείμενο ερεύνης και να ερμηνευθούν∙ συγχρόνως , είναι απαραίτητο να δοθεί κάποια εξήγηση για κάτι που είναι εντελώς ακατανόητο, πώς αυτή η νέα σχέση μπορεί να συναχθεί από άλλες σχέσεις, οι οποίες είναι τελείως διαφορετικές από εκείνη» (στο Θ. Πελεγρίνης, Ηθική Φιλοσοφία, Αθήνα 2015, σ. 26-7). Οι στοχαστές στους οποίους αναφέρεται ο Χιουμ έχουν πέσει στην λεγόμενη «φυσιοκρατική πλάνη», όπως την αποκάλεσε αργότερα ο φιλόσοφος Τζ. Μουρ, η οποία έγκειται ακριβώς στην σύγχυση μεταξύ των προτάσεων του «είναι» και αυτών του «πρέπει».

Για να γίνουμε πιο σαφείς πρέπει να πούμε ότι «ως πρόταση του ‘είναι’ θεωρούμε κάθε πρόταση που περιγράφει ένα γεγονός και μπορούμε να της δώσουμε μια τιμή αληθείας, να πούμε δηλαδή αν είναι αληθής ή ψευδής. Η πρόταση, παραδείγματος χάριν, ‘αυτό το μήλο είναι κόκκινο’ αποτελεί μια πρόταση του ‘είναι’, δεδομένου ότι περιγράφεται σ’ αυτήν ένα γεγονός και η περιγραφή αυτή μπορεί να είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Στις προτάσεις του ‘πρέπει’, όμως, ο ομιλητής δεν προβαίνει σε περιγραφές γεγονότων, που μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά σε αξιολογήσεις στις οποίες δεν μπορεί να δοθεί μια από τις δύο αυτές τιμές αληθείας» (ό.π. σελ. 27). Αν πω για παράδειγμα, «δεν πρέπει να λέω ψέματα», τότε δεν διαπιστώνω κάποιο γεγονός που μπορεί να κριθεί αληθές ή ψευδές, αλλά κάνω κάποια αξιολόγηση, η οποία και ρυθμίζει την συμπεριφορά μου και τις πράξεις μου. Μεταξύ αυτών των προτάσεων του «είναι» και του «πρέπει» υφίσταται, κατά τον Χιουμ και τους οπαδούς του, τεράστιο οντολογικό χάσμα. Είναι όμως πράγματι έτσι; Υφίσταται αυτό το χάσμα; Έχουν καταβληθεί διάφορες προσπάθειες για να δειχθεί ότι οι προτάσεις του «πρέπει» μπορούν να αναχθούν σε προτάσεις του «είναι», από τις οποίες στο βιβλίο του Καθηγητή Πελεγρίνη αναλύεται διεξοδικά αυτή του αμερικανού φιλοσόφου Σερλ, που όμως κρίνεται ανεπιτυχής. Ωστόσο, στο μικρό μέτρο των δυνάμεών μας, θα θέλαμε να συμβάλουμε περαιτέρω στην προσπάθεια αυτή, να αναχθούν οι προτάσεις του «πρέπει» σε αυτές του «είναι». Καταρχήν, οι διάφορες προτάσεις του «πρέπει» γνωρίζουν μεταξύ τους μια ιεραρχία. Όταν λέμε π.χ. «δεν πρέπει να καπνίζω», τότε η πρόταση αυτή υποτάσσεται ιεραρχικά στην πρόταση «πρέπει να έχω καλή υγεία». Η πρόταση τώρα «πρέπει να έχω καλή υγεία» εμπεριέχει καταχρηστικά τον όρο «πρέπει», γιατί το «πρέπει» εδώ είναι με μια έννοια περιττό. Είναι αυτονόητο ότι ως άνθρωπος, βιολογικό ον, που αγαπώ την ζωή, απολαμβάνω και την καλή υγεία. Εδώ το «πρέπει» μπορεί να μεταφραστεί στο ότι «εφόσον εκτιμώ τόσο πολύ την υγεία, θα κάνω ό,τι μπορώ για να την κρατήσω σε καλά επίπεδα» κ.λπ. Μπορώ βέβαια, αν είμαι πιστός, να θεωρώ ότι πρέπει να έχω καλή υγεία γιατί ο Θεός μου την έδωσε για να την χρησιμοποιήσω προς το αγαθό, και οφείλω κατά συνέπεια να μην αντιταχθώ στο θείο θέλημα.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Ντεριντά, Λεβινάς και π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος





Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ζακ Ντεριντά, ιδρυτής της Αποδόμησης, ασχολήθηκε με ηθικά ζητήματα, ενώ όλο και περισσότερο καταδεικνυόταν πως η φιλοσοφία του Εμμανουέλ Λεβινάς, αφιερωμένη εξολοκλήρου στην Ηθική, αποτελούσε στην πραγματικότητα και την ηθική της Αποδόμησης. Θα παραλείψουμε λόγω ελλείψεως χώρου διάφορες λεπτομέρειες, για να ασχοληθούμε με το ζήτημα της φιλοξενίας, στο οποίο ο Ντεριντά αφιέρωσε κάμποσες σελίδες. Το όλο θέμα αναλύει ο Γεράσιμος Κακολύρης στο βιβλίο του «Η Ηθική της Φιλοξενίας: ο Ζακ Ντεριντά για την απροϋπόθετη και την υπό όρους φιλοξενία» (Εκδ. Πλέθρον, 2017), στο οποίο και θα παραπέμπουμε στη συνέχεια όπου χρειάζεται.

Ο Ντεριντά λοιπόν μιλά για την απροϋπόθετη φιλοξενία, ως την καρδιά της ίδιας της Ηθικής. Το ζήτημα του άλλου, με την έννοια της ριζικής διαφορετικότητας, σχετίζεται με το θέμα της αποδοχής αυτής της διαφορετικότητας από την πλευρά του «εγώ» (που γίνεται «εγώ» διά του άλλου»). Αν ο άλλος είναι ριζικά διαφορετικός, και προκειμένου να αναπτυχθεί το όλο εγχείρημα της Αποδόμησης, θα πρέπει να είναι με κάποιον τρόπο προσεγγίσιμος. Και μια που είναι αδύνατον να υπάρξει διάλογος με τον ριζικά άλλο, αυτό που μένει είναι η φιλοξενία. Θα πρέπει να δεξιωθώ το(ν) άλλο. Η φιλοξενία εινια το ύψιστο ηθικό καθήκον, και μάλιστα, αν θέλω να σώσω την ριζική ετερότητα, θα πρέπει αυτή να δίνεται άνευ προϋποθέσεων. Η φιλοξενία θα πρέπει να παράσχεται στον άλλον- και στην όλη συζήτηση ως «άλλος» ορίζεται συνήθως ο πρόσφυγας, καθώς η Αποδόμηση προώθησε τα διαπολιτισμικά ζητήματα- υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω και αν ξέρουμε ότι είναι πιθανόν αυτός ο άλλος να ασκήσει βία εναντίον μας, να κλέψει ή να βιάσει τις κόρες μας (εδώ γίνεται παραπομπή στην Παλαιά Διαθήκη, σε μια περικοπή που αφορά τον Λωτ, ο οποίος αρνείται να δώσει στους Σοδομίτες τους φιλοξενούμενούς του, για να ασελγήσουν μαζί τους, και προτείνει αντ’ αυτών να τους δώσει τις θυγατέρες του). Προέχει το καθήκον να προσφέρουμε καταφύγιο στον άλλον έναντι οτιδήποτε άλλου, όπως είναι π.χ. η μέριμνα για την ασφάλεια της οικογένειάς μας. Το καθήκον της φιλοξενίας φθάνει πολύ μακριά, η φιλοξενία, κατά τον Ντεριντά «είναι η ίδια η ηθικότητα, το όλον και η αρχή της ηθικής» (ό.π. σελ. 41). Η φιλοξενία περιγράφει το ήθος μας, το πνεύμα, τον χαρακτήρα μας, τις αξίες μας και τις αρχές μας. 

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Άσκηση και Εκκλησιολογία στην θεολογία του γέροντα Αιμιλιανού (μέρος α)



0
254
Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία του π. Αιμιλιανού, καταλαβαίνει ευθύς εξαρχής τον πρώτιστο ρόλο που παίζει η ηθική στην ορθόδοξη θεολογία, καθώς μάλιστα δεν είναι αποσπασμένη από την δογματική συνείδηση. Θα κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να φωτίσουμε λίγο αυτή την ηθική, με βάση το βιβλίο του Γέροντα «Λόγος περί Νήψεως, Ερμηνεία στον Αββά Ησύχιο» (Ίνδικτος, 4η έκδοση, 2018).
Εν πρώτοις, είναι αληθές ότι υπάρχει το «ομοούσιον» όλων των ανθρώπων, ότι στην πραγματικότητα υπάρχει ένας άνθρωπος, «ο Αδάμ». Και όμως, η σχέση με τον Θεό είναι τέτοια, ώστε συναντάς τον άλλο άνθρωπο μέσα σε μια αποφατική ατμόσφαιρα, σε ένα είδος γνόφου απομάκρυνσης από αυτόν. Μόνο έτσι τον ξαναβρίσκεις αληθινά. Εν πρώτοις γράφεται ότι ο ίδιος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και του ενεφύσησε «ψυχήν ζώσαν» (Γεν. 2, 7)). «Τότε ο Θεός έπαυσε πλέον να πνέει μόνον επάνω από αβύσσους και να περνά μέσα από κτιστά και υλικά στοιχεία και ζώα∙ εσκήνωσε σε ένα μοναδικό και ύψιστο ον, το οποίο έγινε ο βασιλιάς και ο λόγος της κτίσεως∙ λόγος δε της κτίσεώς του, της δημιουργίας του, είναι ο ίδιος ο Θεός. Από την ώρα αυτή γίνεται πια αναπόφευκτη η συγκυρία, η συμπόρευσις, η ένωσις του ανθρώπου μετά του Θεού, και δεν είναι δυνατόν  να νοηθεί ο άνθρωπος, η εικών του αοράτου Θεού, χωρίς το Άγιον Πνεύμα» (ό.π. σελ. 4). Ο άνθρωπος πλάθεται έχοντας εξαρχής «το ηγεμονικό» (ό.π. σελ. 5), και αυτό ειναι ο «νους», με τον οποίο μπορεί να επισκοπεί τον εσωτερικό του κόσμο και παράλληλα να ελέγχει και το εξωτερικό του περιβάλλον. Αυτή η ικανότητα της αυτοπαρατήρησης είναι πολύ μεγάλη. Στη Δύση είναι κυρίως γνωστή μέσω της λογοτεχνίας, όπου οι ήρωες σκέπτονται τα συναισθήματά τους και τις ιδέες τους. Στον τομέα της σύγχρονης δυτικής ηθικής, δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, γιατί οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις πράξεις και λιγότερο για τις αντιλήψεις ή την άβυσσο της ανθρώπινης εσωτερικότητας (που αναλαμβάνει να μελετήσει η Ψυχανάλυση). Και όμως, χάρη στο «νου» του, ο άνθρωπος έχει μία τεράστια δυνατότητα να αφουγκράζεται και να παρακολουθεί τον εαυτό του, πάνω στην οποία στηρίζεται και η ορθόδοξη ηθική. Και συμπληρώνει ο π. Αιμιλιανός ότι, εφόσον ο άνθρωπος έχει το «ηγεμονικό», «υπάρχει εσωτερική κοινωνία της ανθρώπινης και της θείας φύσεως εν τω ανθρώπω, όπως και εν τω Χριστώ» (ό.π. σελ. 5).

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

«Περί Ανθρώπινης Φύσεως»: Από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό στον Χάιντεγκερ και τον Λακάν

Ο άνθρωπος, κατά τη ρήση του Πασκάλ,  είναι ένα τίποτε μπροστά στο σύμπαν, αλλά και ένα σύμπαν μπροστά στο τίποτε. Ποια ειναι αλήθεια η πατερική ανθρωπολογία και πόσο ενδιαφέρον έχει για μας σήμερα; Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, στο μικρό μέτρο των δυνάμεών μας, ευχόμενοι κάποιος να αναλάβει μια ευρύτερη θεολογική-φιλοσοφική σύνθεση, όσον αφορά αυτό το μεγάλης σημασίας ζήτημα.
******************
Θα μείνουμε κυρίως στο έργο του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, αυτού του μεγάλου συστηματοποιητή αλλά και συνεχιστή της πατερικής διδασκαλίας. Στα  «Διαλεκτικά» του ο ιερός Πατήρ γράφει λοιπόν κάτι πολύ σημαντικό, ότι τα ανθρώπινα άτομα είναι μεν πράγματι σύνθετα, ως αποτελούμενα από σώμα και ψυχή (γι’ αυτό και βέβαια υπάρχουν σωματικές και ψυχικές, «mental» ανθρώπινες εκδηλώσεις), ωστόσο τα πράγματα έχουν διαφορετικά για την ανθρώπινη φύση εν γένει. Αυτή παραδόξως δεν είναι «σύνθετη», αλλά απλή,  «μία»[1] – το «μία» εδώ σημαίνει βαθιά ενικότητα, υποδηλώνει την  δυναμική συνύπαρξη και σύγκραση, χωρίς όμως και εξαφάνιση, των δύο συνθετικών μερών του ατόμου «άνθρωπος». Ένας και μόνο ένας είναι, για παράδειγμα, ο ψυχοδυναμισμός του «εσθίειν», καθώς η ψυχική μου επιθυμία, η «αίσθηση» της πείνας κινεί και το σώμα μου προς το τρέφεσθαι. Ισχύει και το αντίστροφο: κάτι σωματικό, η ανάγκη για τροφή ως βιολογία, κινεί το πνευματικό, τον πόθο για να εξασφαλίσω τροφή. Ωστόσο η όλη διαδικασία μπορεί να λάβει άλλη μορφή, καθώς η λαιμαργία, που συνιστά ψυχικό βέβαια, αλλά παθολογικό γεγονός, κινεί και αυτή με τη σειρά της το ήδη κορεσμένο από φαγητό σώμα για να λάβει περισσότερη τροφή. Στην ανάλυση αυτή φαίνεται ότι ένας είναι ο ψυχοδυναμισμός του «εσθίειν» και τρομερή η αλληλοσυμπλοκή ψυχής και σώματος.
Ωστόσο, μερικές φορές το σώμα μου, που εν γένει θεωρείται κατώτερο ανθρώπινο στοιχείο σε σχέση με την πνευματικότερη ψυχή, συμβαίνει να παίρνει τα οντολογικά «ηνία» έναντι της τελευταίας, όπως π.χ. η διά των οφθαλμών θέα κάποιας υλικής ωραιότητας, ενός ανοιξιάτικου λ.χ. λιβαδιού, κινητοποιεί τη ψυχή μου, ώστε αυτή να αρχίσει να αναζητά και το όμορφο πνευματικά. Επίσης, συμβαίνει όταν δίνεις διά των χειρών σου ένα υλικό αγαθό, τότε και μόνον τότε δημιουργείται το σημειολογικό σύμπαν του «δώρου», που πρέπει πια να καταστεί πνευματικότερο. Αν δεν υπήρχε σώμα, θα ήταν νεκρή και η μεταφορά, με όλο της το σημασιολογικό –οιονεί οντολογικό – εύρος.