Δημήτρης Α. Ιωάννου
Η Ελλάδα υπέστη στην λανθάνουσα συγκρουσή της με την Τουρκία την μεγαλύτερη ήττα της τελευταίας πεντηκονταετίας. Αυτό συνέβη, λόγω του τρόπου με τον οποίο “επιτεύχθηκε” η “αποκλιμάκωση” της “έντασης” που είχε προκληθεί μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, με αφορμή τις ερευνητικές εργασίες του ιταλικού σκάφους Levoli Lerume.
Όπως ήδη έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, με την “αποκλιμάκωση”, δηλαδή με την εσπευσμένη αποχώρηση του ερευνητικού πλοίου από την περιοχή της Κάσου-Καρπάθου, λόγω της εκεί παρουσίας των πέντε τουρκικών πολεμικών σκαφών, η Ελλάδα έδειξε να αποδέχεται στην πράξη το τουρκολιβυκό Μνημόνιο, να απεμπολεί την Συμφωνία με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση ΑΟΖ και -το κυριότερο- να συναινεί με την στάση της, και να αποδέχεται με την συμπεριφορά της, τον τουρκικό ισχυρισμό πως δεν υπάρχει ελληνική ΑΟΖ πέραν των 6 μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης των νησιών του Αιγαίου.
Εκείνο βέβαια που δεν έχει επισημανθεί επαρκώς είναι πως το σημαντικό εδώ δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η αποχώρηση του ερευνητικού πλοίου πριν την ολοκλήρωση των εργασιών του-παρά τους ισχυρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης ότι αυτές είχαν ολοκληρωθεί. Το σημαντικό στοιχείο είναι πως αυτό έγινε όχι με ολόπλευρη καταγγελία της Τουρκίας, αλλά με “φιλικό τρόπο”, μέσω διαβουλεύσεων, στο πνεύμα διαλόγου που έχει εγκαινιασθεί, μεταξύ των δύο πλευρών, μετά την “Διακήρυξη των Αθηνών”!
Δηλαδή η εγκατάλειψη όλων των σταθερών της εξωτερικής πολιτικής μας έναντι της Τουρκίας, τα τελευταία πενήντα χρόνια, γίνεται, χωρίς παράπονο κανένα από την πλευρά μας, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσέγγισης και αλληλοκατανόησης με την γείτονα! Την οποία, μάλιστα προσέγγιση, θυμίζουμε, οι ενθουσιώδεις χειροκροτητές της, μας είχαν καλέσει να υποστηρίξουμε και εμείς όλοι με γενναιότητα, αλλά και ανοιχτό μυαλό, διότι ελάμβανε χώρα σε μία στιγμή που ο Ερντογκάν ήταν διεθνώς αποδυναμωμένος, και, συνεπώς, οι οιωνοί ήταν με το μέρος μας!
Ας ευχηθούμε όλοι πώς η ήττα αυτή δεν θα είναι η στιγμή δυσμενούς καμπής που όλοι φοβόμαστε ότι θα ερχόταν σε κάποιο χρονικό σημείο στις σχέσεις μας με τον κακό μας γείτονα, Δυστυχώς όμως είναι πολύ πιθανό να συμβαίνει κάτι τέτοιο διότι πραγματικά πρόκειται για την μεγαλύτερη ήττα που έχουμε υποστεί μετά την κατάληψη της Κύπρου. Εάν κάποιος θεωρεί σοβαρή ήττα την έκβαση της κρίσεως των Ιμίων πρέπει να σκεφτεί ότι εκεί φαινομενικά, τουλάχιστον, πέραν του γεγονότος ότι η κρίση αφορούσε μία συγκεκριμένη και πολύ μικρή περιοχή εκείνο που χάθηκε από εμας δεν κερδήθηκε από τους αντιπάλους μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως της Κάσου, είναι η πρώτη φορά που εγκαταλείπουμε, -και μάλιστα κατά τα φαινόμενα περιχαρείς για την αποτελεσματική λειτουργία των “διαύλων επικοινωνίας” με την Αγκυρα-, ακόμη και την υποστήριξη του Διεθνούς Δικαίου ως μέσου για την επίλυση των διαφορών μας με τις όμορες χώρες. Και αν βέβαια η κυβέρνηση πιστεύει ότι με την προσπάθεια να υποβαθμίσει στα μάτια της κοινής γνώμης, σχεδόν παρασιωπώντας το γεγονός, την σημασία της ελληνικής υποχώρησης, πλανάται πλάνην οικτράν. Με τον τρόπο που έγινε αυτή, την συγκεκριμένη στιγμή, και στο συγκεκριμένο θέμα, έχει ήδη δώσει στο τουρκικό καθεστώς την θαυμάσια ευκαιρία, είτε άμεσα είτε σε βάθος χρόνου, την κατάλληλη πολιτικά στιγμή, να διατυμπανίσει το όλο θέμα ως μία πλήρη δικαιωση της πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογκάν έναντι της Ελλάδας.
Αυτό που συνεβη δημιουργεί ένα εξαιρετικά δυσμενές προηγούμενο. Δυστυχώς τα γεγονότα έχουν μία δυναμική την οποία η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί, όταν χαράσσει πολιτική -εαν συμβαίνει, βέβαια, κάτι τέτοιο. Η ύπαρξη ενός προηγουμένου επιβολής στον αντίπαλο με πειθαναγκασμό και απειλή βίας, δημιουργεί για τον εν δυνάμει επιτιθέμενο, δηλαδή για την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση, από τούδε και εις το εξής, την δέσμευση πως την επόμενη φορά, σε μία ανάλογη κατάσταση, θα πρέπει να είναι ακόμα περισσότερο επιθετική. Από την άποψη αυτή, συνεπώς, η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας που, με υπερατλαντική παρότρυνση, από διετίας ανέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί να επιτύχει τον στόχο της, επιφέρει μέχρι στιγμής το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: ωθεί την Τουρκία στο να καθίσταται περισσότερο επιθετική και απειλητική απένταντι στην χώρα μας. Ωθεί, επίσης τους τρίτους που επιθυμούν να είναι ρυθμιστές της όλης κατάστασης να προσαρμόζουν αναλόγως την συμπεριφορά τους: να πιέζουν, δηλαδή, λιγότερο τους εμφανώς αποφασισμένους να κυριαρχήσουν και περισσότερο τους “σώφρονες” και “νουνεχείς” που δείχνουν πρόθυμοι να υποχωρήσουν και, -γιατί όχι- και να κυριαρχηθούν.
Βέβαια εδώ ο φιλοκυβερνητικός πραγματιστής θα θέσει το ερώτημα: και τι να έκανε δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στα πέντε τουρκικά πολεμικά; Να ξεκινούσε την νέα ναυμαχία της Κάσου και μετά τον νέο ελληνοτουρκικό πόλεμο;
Η απάντηση σε αυτό είναι πάρα πολύ απλή: εκείνο που θα έπρεπε να είχε κάνει η ελληνική κυβέρνηση, εφ’ όσον δεν επιθυμούσε την σύγκρουση, είναι πως θα έπρεπε να είχε προνοήσει και να μην είχε στείλει το ερευνητικό σκάφος, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, δίνοντας την ευκαιρία στο Τούρκους να κάνουν επίδειξη δύναμης και να επιβάλουν όχι, πλέον, μόνο συμβολικά, αλλά και ουσιαστικά την κυριαρχία τους στην περιοχή.
Το να περιδιαβαίνει το Oruc Reis την (δυνητικά) ελληνική ΑΟΖ και εσύ να το παρακολουθείς και να το καταγγέλεις δεν είναι μία αναμφίσημη στάση αδυναμίας: μπορεί να είναι και δείγμα σοβαρότητας και σταθερότητας. Όμως όταν είσαι εσύ που, παίρνοντας μία άστοχη πρωτοβουλία, προσφέρεις την δυνατότητα στον αντίπαλο να προκαλέσει επεισόδιο επιδεικνύοντας τα στοχεία που εσύ δεν διαθέτεις, (αποφασιστικότητα, επιθετικότητα κλπ), αναγκάζοντας σε να υποχωρήσεις κατά καταστροφικό τρόπο, τότε έχεις υποπέσει σε σοβαρό σφάλμα ακρισίας. Δυστυχώς αυτό κάναμε εμείς και το πληρώσαμε με την μεγαλύτερη ήττα μετά από το 1975, τις συνέπειες της οποίας τώρα πρέπει να επανορθώσουμε, όσο δύσκολο και να είναι αυτό .
ΠΗΓΗ:https://www.anixneuseis.gr/%ce%b7-%cf%80%ce%b9%ce%bf-%ce%bc%ce%b5%ce%b3%ce%b1%ce%bb%ce%b7-%ce%b7%cf%84%cf%84%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%b5%ce%bd%cf%84%ce%b7%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b5%cf%84%ce%b9%ce%b1%cf%83/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
0