Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς.
Συμπληρώνονται φέτος (2022) σαράντα χρόνια από την επιβολή της μονοτονικής γραφής στην ελληνική γλώσσα. Δεν ήταν κρατική η επιβολή, δεν την αποφάσισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για ένα τέτοιο θέμα, που έκρινε τη συνέχεια ή την άρνηση συνέχειας χιλιάδων χρόνων ιστορίας του Ελληνισμού, τη ρήξη την αποφάσισαν τριάντα περίπου κυβερνητικοί βουλευτές (το ένα δέκατο της Ολομέλειας), μετά τα μεσάνυχτα, και με την αντιπολίτευση να έχει αποχωρήσει από τη Βουλή σε φυγομαχία ασύγγνωστη.
Από τότε, καμιά κυβέρνηση, οποιασδήποτε κομματικής σύνθεσης και πλειοψηφίας, δεν θέλησε (ή δεν τόλμησε) να αποκαταστήσει τις συνέπειες του ιστορικού εκείνου εγκλήματος – στίγματος ντροπής για τον Ελληνισμό και την ιστορία του. Αν μετρήσει κανείς τις συνέπειες που είχε το αυθαίρετο πραξικόπημα, για την ιστορική συνέχεια και τη συνείδηση διαχρονικής ενότητας του Ελληνισμού, σίγουρα θα απορήσει που το μονοτονικό στην Ελλάδα δεν προκάλεσε οδυνηρό εμφύλιο. Ωσάν κάποια Ανώτατη Αρχή, υπερκομματική, να επέβαλε σιωπηρά την έσχατης δουλοπρέπειας χρησιμοθηρική ομοφροσύνη στους Ελληνώνυμους.
Ούτε, βέβαια, διανοήθηκε κανείς, στα τελευταία σαράντα χρόνια, να ξαναθέσει το θέμα, ως πρόβλημα πολιτικό, θεμελιώδες, συλλογικής ταυτότητας, άξονα των θεσμών παιδείας και άμυνας και ανάπτυξης. Ο τριτοκοσμικός χαρακτήρας της σύγχρονης ελλαδικής κοινωνίας, με στόχους σχεδόν αποκλειστικά οικονομικούς – καταναλωτικούς, αποδείχθηκε συνισταμένη όχι μόνο των επικαιρικών προτεραιοτήτων, αλλά και των «οραματισμών» του Ελληνισμού. Ακόμα και στο άλλοτε κοινωνικό κύτταρο της εκκλησιαστικής ενορίας και επισκοπής (ή, μάλλον, κυρίως εκεί) αποδείχθηκε απολύτως πρωτεύουσα η επιδίωξη της ατομοκεντρικής ωφελιμότητας: Η ατομική κατανόηση και πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η μίμηση ατομικών προτύπων αξιόμισθης αρετής, αμειβόμενης αγαθοεργίας, ευτελίζουν τη θρησκευτικότητα.