Ο Ηλίας Πετρόπουλος
Του Σπύρου Κουτρούλη από το προσωπικό του ιστολόγιο koutroulis-spyros.blogspot.gr
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περιοδικό Κοράλλι τ.8/1-3,2016, τ,10/7-9,2016, τ.12=13/1-6,2017
Α΄
Ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε μία κοφτερή γραφή, που είναι δύσκολο να χωρέσει σε ιδεολογικά σχήματα. Κυρίως έλεγε αυτό που κάθε φορά πίστευε δίχως να αναλογίζεται τις συνέπειες των λόγων του για τον ίδιο. Κατά κάποιο τρόπο τον διακρίνει στις αποτιμήσεις του, ο αυθορμητισμός και η «αξιολογική ουδετερότητα» δηλαδή η διαμόρφωση ενός κριτικού λόγου που δεν υπάγεται, συνήθως, σε αξιακές ή ιδεολογικές προτεραιότητες.
Πνευματικά διαμορφώθηκε , όπως και πολλοί άλλοι στο φαρμακείο του Ν.Γ.Πεντζίκη ,αλλά και από τις πικρές και αιματηρές εμπειρίες του εμφύλιου ( όπως το «κόκκινο σπίτι» στην Θεσσαλονίκη , το οικόπεδο στο Γεντί- Κουλέ που θάβανε τους εκτελεσμένους, ο καπετάνιος της ΕΠΟΝ που εκτέλεσαν οι ταγματασφαλίτες , η διαπόμπευση των αιχμάλωτων ανταρτών από τους νικητές ). Οι μελέτες του για τα ρεμπέτικα αρκούν να τον χαρακτηρίσουν ως ξεχωριστό μελετητή του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού.
Σε αυτό το σημείο ακολούθησε κατά γράμμα την γενιά του ’30, που κατά τον λόγο του Γ.Σεφέρη «πηγαίνει στο λαό και μαθαίνει από τον λαό. Συνέπεια της θεώρησης αυτής δεν είναι μόνο να σταθούν στα δημοτικά τραγούδια ή στον «Ερωτόκριτο» – πράγμα που είχε ήδη γίνει με πλήρη τρόπο από τις προηγούμενες γενιές- αλλά και να υποδείξουν την αξία του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, της εκκλησιαστικής λειτουργίας που δεν διασώζει μόνο το πνεύμα αλλά και το γράμμα της αρχαίας τραγωδίας, την σημασία της λαϊκής αρχιτεκτονικής, της λαϊκής παράδοσης και μουσικής. Το ρεμπέτικο –ήδη από την περίφημη ομιλία του Μάνου Χατζιδάκη- αναδεικνύεται ως εξαίσια μουσική που γεννιέται κατευθείαν από την εκκλησιαστική-βυζαντινή μουσική. Τα στοιχεία αυτά παρέλαβε, ο Ηλίας Πετρόπουλος, για να τα εμβαθύνει και να τα τεκμηριώσει. Για παράδειγμα, στους προηγούμενους από αυτόν η σημασία των ρεμπέτικων, έχει χαρακτήρα περισσότερο ενορατικό-αφοριστικό, ενώ σ’ αυτόν είναι αποτέλεσμα σύνθετης και κοπιαστικής προσπάθειας.
Το βιβλίο του «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης »[1] είναι η μαρτυρία της προσωπικής σχέσης ενός μαθητή με τον δάσκαλό του. Δίχως αμφιβολία η συνάντηση αυτή υπήρξε καθοριστική για τον Η. Πετρόπουλο και είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ασκούμενου που με άκρα ταπείνωση και ευγνωμοσύνη επικοινωνεί με τον πνευματικό του οδηγό, τον «στάρετς» του. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1958 στην Θεσσαλονίκη και από τότε επανεκδόθηκε αρκετές φορές. Όπως γράφει τον γνώρισε στο φαρμακείο του το 1948. Από τότε τον επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά. Η φιλία τους κράτησε δέκα επτά χρόνια.
Ο Η.Πετρόπουλος γράφει: «δεν χρησιμοποιώ γι’ αυτήν την σχέση την λέξη φιλία. Η σχέση μου με τον Πεντζίκη υπήρξε σαφώς ιεραρχική. Δηλαδή, ο Πεντζίκης ήτανε στρατηγός κι εγώ φαντάρος. Δηλαδή, ο Πεντζίκης ήτανε δάσκαλος κι εγώ μαθητούδι. Όταν πρωτογνώρισα τον Πεντζίκη ήμουνα είκοσι χρονώ κι αυτός είχε πατήσει τα σαράντα. Το 1959 αφιέρωσα ένα κείμενο μου στον δάσκαλο Ν.Γ.Πεντζίκη. Και μες στο βιβλίο μου Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης πάλι τον αποκαλώ διδάσκαλο. Αργότερα, όταν λογοτεχνικώς ανδρώθηκα, διάφοροι καλοθελητάδες με συμβούλευαν να μην αποκαλώ τον Πεντζίκη δάσκαλο, γιατί αυτό αντίκειται στο συμφέρον μου κτλ.κτλ. Τώρα, λοιπόν, δηλώνω και διαβεβαιώνω ότι, ο Πεντζίκης όντως υπήρξε δάσκαλός μου και είναι μεγάλη μου τιμή που αξιώθηκα νάμαι ταπεινός του μαθητής. Και πρέπει να προσθέσω ότι, ως το τέλος της μαθητείας μου εμίλαγα με τον Πετζίκη στον πληθυντικό, γιατί ήξερα πολύ καλά πως αυτός έδινε κι εγώ έπαιρνα. Αυτό το λέω για να τ’ ακούσουν τα σημερινά αναιδέστατα κωλόπαιδα, που αγνοούν την αυστηρή εσωτερική ιεραρχία της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κάστας»[2] .