Το Βυζάντιο και η Ρωμιοσύνη πέρα από τα ονόματα
Στη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης, τα ονόματα έχουν πάντα μεγάλη σημασία. Γίνονται ισχυρά σύμβολα συσπείρωσης των οικείων και διάκρισης των «άλλων». Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, που οι λέξεις έχουν χάσει κάθε αγκύρωση με μόνιμα νοήματα και αλλάζουν σημασία από ημέρα σε ημέρα, το όνομα αποτελεί το κόσμημα της συλλογικότητας, η οποία κάνει κάθε τι για να το κατοχυρώσει. Η ονοματολογική διαμάχη μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να μένει αμετάφραστο το όνομα Turkiye, αντί Turkey, σε διεθνή χρήση, οι αντίστοιχες σκέψεις της Ινδίας να υιοθετήσει ως διεθνή ονομασία το ιθαγενές Bharat, δείχνουν πόσο σημαντικά είναι τα ονόματα στην διεθνή πολιτική.
Μάριος Νοβακόπουλος.*
Από το περιοδικό Άρδην, τεύχος 130-131, Ιούνιος – Αύγουστος 2024, σελ. 42-46 (εμπλουτισμένο).
Από την άλλη, αυτή η ευκολία με την οποία μπορεί να αναδιαμορφωθεί το περιεχόμενό των ονομάτων, φανερώνει και τα όριά τους. Η σημερινή κατάσταση των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες έχουν ανεξαρτητοποιήσει απόλυτα τις κατηγορίες με όρους απολυτότητας του αυτοπροσδιορισμού (στο έθνος, την φυλή, το φύλο κλπ.), ευνοούν ιδιαίτερα αυτό το άδειασμα των συλλογικοτήτων από κάθε σταθερό, παρατηρήσιμο περιεχόμενο. Απομένουν μόνον οι ταυτότητες ως ρητορικές διακηρύξεις, ενώ η σύνδεσή τους με τα εσωτερικά τους στοιχεία θεωρείται πολιτικά αντιδραστική και κοινωνιολογικά ουσιοκρατική. Τούτο δημιουργεί βέβαια το πρόβλημα της μόνιμης ασάφειας και ρευστότητας, πρόσφορο σε κάθε λογής εκμετάλλευση.
Τα εθνικά ονόματα των Ελλήνων
Η μακρά και πολυκύμαντη ιστορία του ελληνικού λαού αποτυπώνεται στην φυσιογνωμία και τις ταυτότητές του με τρόπο κατ’ εξοχήν σύνθετο. Ο Ελληνισμός στην πάροδο του χρόνου άλλαξε θρησκεία, πέρασε από την τοπική στην οικουμενική κλίμακα με τον Μέγα Αλέξανδρο, δέχθηκε τον Ρωμαίο κατακτητή την στιγμή που τον «κατέκτησε» πολιτισμικά, έγινε δομικό στοιχείο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διατηρώντας παράλληλες μορφές αντίστασης με βάση την πίστη και την βυζαντινή ανάμνηση, ενώ ανέπτυξε με τη νεότερη Ευρώπη μία βαθιά οικειότητα, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε ταύτιση. Στο περιβάλλον αυτό η εναλλαγή των εθνικών ονομάτων είναι φυσιολογική – πόσο μάλλον, αφού η ποικιλία αυτή υπήρχε και στην αρχαιότητα (Αχαιοί, Αργείοι, Δαναοί, Γραικοί, Έλληνες).Αλλά και οι συλλογικές κατηγορίες οι οποίες προσδιορίζονται από τα ονόματα, όπως το έθνος και το γένος, δεν είχαν πάντοτε την ίδια σημασία. Στην αρχαιότητα γινόταν λόγος για το ἑλληνικόν, δίχως το επίθετο να ακολουθεί κάποιο ουσιαστικό: ἔθνος λεγόταν η κάθε ομάδα, ανθρώπων, ζώων, η φυλή μίας πόλης κράτους.[1] Στο Βυζάντιο χρησιμοποιείτο άλλοτε για τους συμπατριώτες και άλλοτε ως συνώνυμο των ξένων.[2] Η λέξη γένος παραπέμπει στην γέννηση και τους κοινούς προγόνους, αργότερα όμως χρησιμοποιείτο και για να περιγράψει το σύνολο των Ορθοδόξων που περιλαμβάνονταν, επί οθωμανικής εποχής, στο Rum millet (βυζαντινό θρησκευτικό έθνος), και σε αντίθεση με την εθνοκρατική αντίληψη.
Η παγκόσμια αφύπνιση των ζητημάτων ταυτότητας μετά το 1990 αποτελεί τομή στις διεθνείς σχέσεις. Η πτώση του κομμουνισμού στην ανατολική Ευρώπη και του αραβο-σοσιαλισμού στην Μέση Ανατολή άφησε ένα μεγάλο κενό το οποίο κάλυψαν οι αποσιωπημένοι εθνισμοί και ο ισλαμισμός. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων, η μαζική εισροή Βαλκανίων μεταναστών και ομογενών παλιννοστούντων προκάλεσαν βίαιη αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει τη νέα πραγματικότητα με βάση την ιστορία, την γλώσσα κλπ. Δημιουργήθηκαν μαχητικά δίπολα, μεταξύ παραδοσιακών και εκσυγχρονιστών, διαφωτιστών και αντιδιαφωτιστών, ανατολικών και δυτικών, αρχαιολατρών και Ορθοδόξων κλπ.