της Γιώτας Ιωαννίδου*
Η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει, δηλώνει με κάθε αφορμή το Υπουργείο Παιδείας τονίζοντας ότι η κυβέρνηση κατάφερε «να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία». Ταυτόχρονα συνεχίζουν να αναπαράγουν τη ρητορική της πλατιάς αποδοχής του προϊόντος τηλεκπαίδευση από εκπαιδευτικούς και μαθητές με διθυραμβικά αθροιστικά στοιχεία συμμετοχής. Λες και δεν είναι πλατιά γνωστό ότι όποιος κλικάρει σε ένα λινκ για να εισαχθεί σε ένα εικονικό περιβάλλον, μπορεί απλά να είναι «ωσεί παρόν». Ωστόσο και με όλα αυτά, δύσκολα μπορούν να κρύψουν ότι πάνω από 30 – 40% κατά μέσο όρο (και σε υποβαθμισμένες περιοχές πολύ περισσότερο) των μαθητών δεν «υπήρξαν πουθενά» σε αυτή τη διαδικασία αλλά και οι περισσότεροι μαθητές που συμμετείχαν αρχικά, έβαιναν μειούμενοι. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο πάνω από 85% των χωρών παγκόσμια που ακολούθησαν την πολιτική κλεισίματος των σχολείων, μεταξύ των 1,6 δις μαθητών τους εμφανίστηκαν «βαθιά ψηφιακά χάσματα». Με βάση τα στοιχεία έρευνας στα πλαίσια του PISA, σε 82 χώρες η πρόσβαση των μαθητών σε κάποιου διαδικτυακού τύπου εκπαίδευση, την περίοδο του lokdown κυμάνθηκε από 35-70%, ενώ σε χώρες με μεσαίο ή χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης το ποσοστό αυτό ήταν κάτω από 50%.
Στην Ελλάδα (κι όχι μόνο) η διαδικασία αυτή έφερε στην επιφάνεια τα τεράστια προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης, που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή της αντιδραστικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων στη γραμμή ΕΕ – ΟΟΣΑ. Και τα παρόξυνε ακόμη περισσότερο σε συνδυασμό με τα παιδαγωγικά και άλλα προβλήματα που έφερε (έλλειψη μέσων, προσωπικά δεδομένα, ασφάλεια πλοήγησης κλπ.). Για την αγοραία λογική της κυβέρνησης βέβαια και την ανάγκη εμπορικής προώθησης του προϊόντος τηλεκπαίδευση κι όλων των συνοδευτικών του, σημασία έχουν τα νούμερα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με κάθε εμπόρευμα που αποκτά αξία από το πόσοι το αγοράζουν κι όχι από το τι ακριβώς είναι. Σε αυτό συμβάλλει ο βομβαρδισμός του κοινού των πελατών με καταιγιστικές πληροφορίες υπεροχής του κι όχι η παροχή γνώσης της ουσίας του, έτσι ώστε να μη νομιμοποιείται κανείς να το αμφισβητήσει. Μέχρι και διαγωνισμό καλύτερης ψηφιακής τάξης είδαμε –κατ’ αναλογία με τους ποικίλους διαγωνισμούς καλύτερου αγοραστή προϊόντων των εταιρειών.
Η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση
Γενικά η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν μηχανισμό μεγέθυνσης της οικονομικής ανάπτυξης. Συμπληρωμένη δε από το «δημόσιο managment» η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται σαν επιχείρηση που μας ενδιαφέρουν οι εκροές – προϊόντα της σε σχέση με τις όσο το δυνατόν μειούμενες εισροές. «Doing best with fewer resources», όπως διακηρύσσει ο ΟΟΣΑ. Η κυβέρνηση πριν τις εκλογές είχε παρουσιάσει το πρόγραμμα της ΝΔ για την παιδεία, όπου αντιμετώπιζε την εκπαίδευση σαν «επένδυση», «σαν μηχανή που θα κινήσει την οικονομία». Η έμφαση από τότε είχε δοθεί στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού που απαιτεί η αγορά. Ήπιες δεξιότητες (soft skills) και ψηφιακές δεξιότητες (digital skills). Μάλιστα ως μέτρο ενίσχυσης του «κοινωνικού χαρακτήρα» της εκπαίδευσης προτείνεται η «εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα (όπως π.χ. των ξένων γλωσσών) σε σχολεία απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών, όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης των θέσεων». Σύμφωνα με το special report του ΣΕΒ για την τηλεργασία (2/05/2019) το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ένα από τα επαγγέλματα που προσφέρονται για τηλεργασία. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, με άκρως επιχειρηματικό τρόπο και ως ελιξήριο δια πάσαν νόσον, δεν αποτελεί ελληνική πατέντα. Αποτελεί κεντρική κατεύθυνση όλων των διεθνών οργανισμών (σχέδιο δράσης για την ψηφιακή εκπαίδευση, της ΕΕ, ειδικά υλικά της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Unesco κ.λπ.) και όχι νέα υπόθεση (Κοινωνία της Πληροφορίας, άπειρα πακέτα ΕΠΕΑΕΚ και ΕΣΠΑ, παροχή ολόκληρων μεταπτυχιακών και καταρτίσεων επί πληρωμή κλπ.). Ήδη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) η εξ Αποστάσεως εκπαίδευση θεωρήθηκε ως μια μορφή εκπαίδευσης που πρέπει να προωθηθεί. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Πρόκειται για την εποχή που με βάση την προτεραιότητα της ανταγωνιστικής οικονομίας της γνώσης, τα εκπαιδευτικά συστήματα αρχίζουν να προσαρμόζονται στο μοντέλο μιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης που εξασφαλίζει δεξιότητες και ενός μετα-υποχρεωτικού εκπαιδευτικού πολυχώρου Πανεπιστημίων, Κολλεγίων, επαγγελματικής και Δια Βίου εκπαίδευσης, με κεντρικό νεύρο την κατάρτιση. Αφού μόνο τέτοια συστήματα με βάση τις κατευθύνσεις ΕΕ – ΟΟΣΑ, μπορούν να εξασφαλίσουν την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού.