Απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας και αφήσαμε -ο φίλος μου ο Μ. κι εγώ- τα άλλα μέλη των δυο οικογενειών μας να παίζουν trivial pursuit περιτριγυρισμένοι από σαρακοστιανά εδέσματα κι εμείς ξεκινήσαμε να αναζητάμε ίχνη της Άνοιξης στις όχθες του ποταμού που είχαν καεί το προηγούμενο καλοκαίρι.
-«Η δύναμη της Φύσης», ο Μ. μου έδειξε πρώιμες λευκές μαργαρίτες που περικυκλώνανε ένα τραυματισμένο από τις φλόγες δεντράκι -μάλλον κουτσουπιά θα ήταν.
-«Ναι, όλα και πάλι επανέρχονται στην πρώτη τoυς μορφή, έως ότου…», σχολίασα με μια κάπως απαισιόδοξη διάθεση.
-«Επανέρχονται…» αναστέναξε ο Μ. κι αμέσως μετά πρόσθεσε «Δυστυχώς…».
Ξαφνιάστηκα. Τόσα χρόνια φίλοι και πάντα μου πίστευα πως ο Μ. είναι από τους ανθρώπους που αγαπάνε τις διαδοχές. Κάποτε μου είχε εξομολογηθεί πως είχε αγαπήσει τον Λουντέμη από μια του φράση και μόνο…
-«Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά» , του τη θύμισα. Ο Μ. χαμογέλασε.
-«Ε, μπορεί και να έφτασα…» σχολίασε.
Εικόνες που δεν φεύγουν…
Είχαμε αφήσει τη δημοσιά, περπατούσαμε στο νωπό χώμα κάποιου κτήματος που για χρόνια κανείς δεν είχε φροντίσει να το καλλιεργήσει.
-«Πού;» η ερώτησή μου ίσως και να έκρυβε ένα φόβο. Του συνέβαινε κάτι που δεν μου το είχε εξομολογηθεί;
-«Ας πούμε πως έφτασα σε κάποιους άλλους στίχους…», ο Μ. μισόκλεισε τα βλέφαρα καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας…», οι φράσεις λες και ακουμπούσανε άλλοτε σε μικρές παροικίες πράσινων αγριόχορτων κι άλλοτε σε καμένα κλαδιά που κανείς δεν είχε φροντίσει να τα μαζέψει.