Εκθέματα στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας |
Της Γιώτας Σεχίδου
Με αφορμή το τελευταίο άρθρο μου που ανέβηκε στην iskra και έγινε, προς μεγάλη μου έκπληξη, πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων στα κοινωνικά δίκτυα, θεώρησα επιτακτική την ανάγκη να ανταπαντήσω.
Αν και το κείμενο ήταν απόλυτα βιωματικό, η κριτική ήταν συστηματικά προσεγμένη ώστε να κατηγορηθώ για.. εθνικιστικό παραλήρημα, όχι μόνον εγώ αλλά και η iskra που φιλοξένησε το άρθρο, και, μέσω αυτής, η ΛΑΕ και κατ’ επέκταση το πρόσωπο του ίδιου του Παναγιώτη Λαφαζάνη που κατηγορούνται καιρό τώρα, για.. εθνικιστική στροφή (το ίδιο και το ΚΚΕ, φυσικά, μετά την τοποθέτηση Κουτσούμπα για τη Συμφωνία των Πρεσπών)(1).
Εκείνο που διαπιστώνεται από όλο αυτό, είναι η απόλυτη σύγχυση που επικρατεί στον αντιμνημονιακό χώρο σχετικά με το ζήτημα όχι μόνο του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά και με το πόσο η έννοια του έθνους αντιτίθεται ή όχι στην πραγμάτωση της εργατικής αυτοδιεύθυνσης, αυτοργάνωσης και λαϊκής κυριαρχίας.
Είναι γεγονός ότι η ακροδεξιά εγκολπώνεται τα εθνικά λαϊκά ακροατήρια για να εκμεταλλευτεί προς όφελός της αυτή τη σύγχυση, η οποία θα πρέπει να ξεπεραστεί εάν πραγματικά επιθυμούμε την λαϊκή ενότητα σε ένα πλατύ μέτωπο ικανό να φέρει την ποθούμενη ανατροπή στην ελληνική αλλά και βαλκανική προοπτική. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος το τέλος των εθνικισμών, περνάει αδιαπραγμάτευτα οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική επιταγή, είτε από τη ΕΕ προέρχεται αυτή είτε από το ΝΑΤΟ.
Εκείνο που αγνοείται, κατά τη γνώμη μου παντελώς, από τους εκάστοτε διαφωνούντες και η μεγάλη σύγχυση που συντελείται, προκύπτει αφενός εξαιτίας της μη διάκρισης μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού και ΤΙ σημαίνει αυτό, και δεύτερον γιατί αθετείται συστηματικά η τοποθέτηση στο κυρίαρχο διακύβευμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, που είναι ουσιαστικά τα ίδια τα εθνικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά των δύο λαών, και πώς αυτά καταλήγουν να αποτελούν πεδία ιμπεριαλιστικών πολιτισμικών επεκτάσεων.