Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΑΝΣΙΜΑΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΑΝΣΙΜΑΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Στήβεν Ράνσιμαν: H Ελλάδα και η Δ’ Σταυροφορία


ΑΡΔΗΝ

[Περίληψη της διάλεξης που δόθηκε στη Μονεμβασία στις 31 Ιουλίου 1982, την οποία ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να επεξεργαστεί για τη δημοσίευση. Το κείμενο της περίληψης μοιράσθηκε στο ακροατήριο της 31ης Ιουλίου 1982.]

Μετάφραση-Περίληψη: Αλ. Γ. Καλλιγάς.



ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ακόμη καταλήξει σε τελικό συμπέρασμα για τους λόγους για τους οποίους άλλαξε πορεία η Δ’ Σταυροφορία. Άλλοι θεωρούν, δηλαδή, ότι η αλλαγή πορείας της Σταυροφορίας και η εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη της Λατινικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα σχέδιο προετοιμασμένο από τη Βενετία και ίσως από μερικούς αρχηγούς των Σταυροφόρων, ενώ άλλοι το αποδίδουν σε λάθος της τύχης. Ίσως το ασφαλέστερο θα ήταν να πει κανείς ότι οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι ευνοούσαν την εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη φιλικής προς αυτούς κυβερνήσεως και εν συνεχεία μια σειρά απρόβλεπτα γεγονότα, για τα οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ανικανότητα της οικογένειας των Αγγέλων, οδήγησαν στην τραγωδία της Άλωσης της Πόλης και του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.

Η Δ’ Σταυροφορία σημειώνει μια καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου, που ως τότε υπήρξε το προπύργιο του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ. Από την περίοδο αυτή όμως, που οι Τούρκοι άρχισαν να προωθούνται στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον από την Ανατολή κίνδυνο, παρ’ όλο που θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευτεί τις επιδρομές των Μογγόλων εναντίον των Τούρκων,για να τους εξουθενώσουν. Αλλά το Βυζάντιο είχε καταλήξει πια ένα μικρό κράτος στην Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα σε άλλα, ισχυρότερα, κράτη.

Η Δ’ Σταυροφορία όμως αποτελεί καμπή και στην ιστορία των Σταυροφοριών, που ως τότε κατευθύνονταν εναντίον των Μουσουλμάνων και γίνονταν σε συνεργασία με τους Βυζαντινούς, τους οποίους όμως οι Δυτικοί δεν θεωρούσαν σίγουρους συμμάχους: αισθάνονταν απέχθεια καί αντιζηλία γι’ αυτούς, στα μάτια τους ήταν σχισματικοί, επειδή η Εκκλησία τους δεν υποτάσσονταν στην παπική εξουσία. Γι’ αυτό θεωρούσαν ότι έπρεπε εκείνοι να αναλάβουν την εξουσία στο Βυζάντιο. Αλλά παρά τις προσπάθειες των Δυτικών να δικαιώσουν ηθικά το αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας, υπήρξε ένα τρομερό λάθος και πολιτικό και στρατηγικό. Οι τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα είναι μία περίοδος αδυναμίας για το κουρασμένο, από τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, Βυζάντιο. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν πια να κατευθύνονται προς τη Συρία δια ξηράς.

Ένα πιο σοβαρό αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας ήταν ότι θεωρήθηκε ιερό καθήκον των Δυτικών να κρατήσουν την Ανατολική Εκκλησία υπό τον έλεγχο της Ρώμης καί να πολεμούν, επομένως, εναντίον των σχισματικών Ελλήνων. Έτσι, αντί να πολεμούν στην Παλαιστίνη, διάφοροι φιλόδοξοι ιππότες μπορούσαν να πολεμούν σε πολύ πιο ευχάριστο περιβάλλον, στην Ελλάδα, εγκαθιστώντας εκεί ηγεμονίες. Και το πιο τρανό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής είναι του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο και έγινε Πρίγκιπας της Αχαΐας.

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Στήβεν Ράνσιμαν: H Ελλάδα και η Δ’ Σταυροφορία




του Στήβεν Ράνσιμαν. Από το The New Griffon, Περιοδική Έκδοση της Γενναδίου Βιβλιοθήκης. Πηγή
ΑΡΔΗΝ

[Περίληψη της διάλεξης που δόθηκε στη Μονεμβασία στις 31 Ιουλίου 1982, την οποία ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να επεξεργαστεί για τη δημοσίευση. Το κείμενο της περίληψης μοιράσθηκε στο ακροατήριο της 31ης Ιουλίου 1982.]


Μετάφραση-Περίληψη: Αλ. Γ. Καλλιγάς.

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ακόμη καταλήξει σε τελικό συμπέρασμα για τους λόγους για τους οποίους άλλαξε πορεία η Δ’ Σταυροφορία. Άλλοι θεωρούν, δηλαδή, ότι η αλλαγή πορείας της Σταυροφορίας και η εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη της Λατινικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα σχέδιο προετοιμασμένο από τη Βενετία και ίσως από μερικούς αρχηγούς των Σταυροφόρων, ενώ άλλοι το αποδίδουν σε λάθος της τύχης. Ίσως το ασφαλέστερο θα ήταν να πει κανείς ότι οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι ευνοούσαν την εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη φιλικής προς αυτούς κυβερνήσεως και εν συνεχεία μια σειρά απρόβλεπτα γεγονότα, για τα οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ανικανότητα της οικογένειας των Αγγέλων, οδήγησαν στην τραγωδία της Άλωσης της Πόλης και του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.

Η Δ’ Σταυροφορία σημειώνει μια καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου, που ως τότε υπήρξε το προπύργιο του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ. Από την περίοδο αυτή όμως, που οι Τούρκοι άρχισαν να προωθούνται στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον από την Ανατολή κίνδυνο, παρ’ όλο που θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευτεί τις επιδρομές των Μογγόλων εναντίον των Τούρκων,για να τους εξουθενώσουν. Αλλά το Βυζάντιο είχε καταλήξει πια ένα μικρό κράτος στην Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα σε άλλα, ισχυρότερα, κράτη.

Η Δ’ Σταυροφορία όμως αποτελεί καμπή και στην ιστορία των Σταυροφοριών, που ως τότε κατευθύνονταν εναντίον των Μουσουλμάνων και γίνονταν σε συνεργασία με τους Βυζαντινούς, τους οποίους όμως οι Δυτικοί δεν θεωρούσαν σίγουρους συμμάχους: αισθάνονταν απέχθεια καί αντιζηλία γι’ αυτούς, στα μάτια τους ήταν σχισματικοί, επειδή η Εκκλησία τους δεν υποτάσσονταν στην παπική εξουσία. Γι’ αυτό θεωρούσαν ότι έπρεπε εκείνοι να αναλάβουν την εξουσία στο Βυζάντιο. Αλλά παρά τις προσπάθειες των Δυτικών να δικαιώσουν ηθικά το αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας, υπήρξε ένα τρομερό λάθος και πολιτικό και στρατηγικό. Οι τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα είναι μία περίοδος αδυναμίας για το κουρασμένο, από τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, Βυζάντιο. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν πια να κατευθύνονται προς τη Συρία δια ξηράς.

Ένα πιο σοβαρό αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας ήταν ότι θεωρήθηκε ιερό καθήκον των Δυτικών να κρατήσουν την Ανατολική Εκκλησία υπό τον έλεγχο της Ρώμης καί να πολεμούν, επομένως, εναντίον των σχισματικών Ελλήνων. Έτσι, αντί να πολεμούν στην Παλαιστίνη, διάφοροι φιλόδοξοι ιππότες μπορούσαν να πολεμούν σε πολύ πιο ευχάριστο περιβάλλον, στην Ελλάδα, εγκαθιστώντας εκεί ηγεμονίες. Και το πιο τρανό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής είναι του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο και έγινε Πρίγκιπας της Αχαΐας.

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Στήβεν Ράνσιμαν: H Ελλάδα και η Δ’ Σταυροφορία



Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έργο του Ντελακρουά

του Στήβεν Ράνσιμαν


Από το The New Griffon, Περιοδική Έκδοση της Γενναδίου Βιβλιοθήκης. Πηγή


[Περίληψη της διάλεξης που δόθηκε στη Μονεμβασία στις 31 Ιουλίου 1982, την οποία ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να επεξεργαστεί για τη δημοσίευση. Το κείμενο της περίληψης μοιράσθηκε στο ακροατήριο της 31ης Ιουλίου 1982.]

Μετάφραση-Περίληψη: Αλ. Γ. Καλλιγάς.


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ακόμη καταλήξει σε τελικό συμπέρασμα για τους λόγους για τους οποίους άλλαξε πορεία η Δ’ Σταυροφορία. Άλλοι θεωρούν, δηλαδή, ότι η αλλαγή πορείας της Σταυροφορίας και η εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη της Λατινικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα σχέδιο προετοιμασμένο από τη Βενετία και ίσως από μερικούς αρχηγούς των Σταυροφόρων, ενώ άλλοι το αποδίδουν σε λάθος της τύχης. Ίσως το ασφαλέστερο θα ήταν να πει κανείς ότι οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι ευνοούσαν την εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη φιλικής προς αυτούς κυβερνήσεως και εν συνεχεία μια σειρά απρόβλεπτα γεγονότα, για τα οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ανικανότητα της οικογένειας των Αγγέλων, οδήγησαν στην τραγωδία της Άλωσης της Πόλης και του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.

Η Δ’ Σταυροφορία σημειώνει μια καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου, που ως τότε υπήρξε το προπύργιο του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ. Από την περίοδο αυτή όμως, που οι Τούρκοι άρχισαν να προωθούνται στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον από την Ανατολή κίνδυνο, παρ’ όλο που θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευτεί τις επιδρομές των Μογγόλων εναντίον των Τούρκων,για να τους εξουθενώσουν. Αλλά το Βυζάντιο είχε καταλήξει πια ένα μικρό κράτος στην Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα σε άλλα, ισχυρότερα, κράτη.

Η Δ’ Σταυροφορία όμως αποτελεί καμπή και στην ιστορία των Σταυροφοριών, που ως τότε κατευθύνονταν εναντίον των Μουσουλμάνων και γίνονταν σε συνεργασία με τους Βυζαντινούς, τους οποίους όμως οι Δυτικοί δεν θεωρούσαν σίγουρους συμμάχους: αισθάνονταν απέχθεια καί αντιζηλία γι’ αυτούς, στα μάτια τους ήταν σχισματικοί, επειδή η Εκκλησία τους δεν υποτάσσονταν στην παπική εξουσία. Γι’ αυτό θεωρούσαν ότι έπρεπε εκείνοι να αναλάβουν την εξουσία στο Βυζάντιο. Αλλά παρά τις προσπάθειες των Δυτικών να δικαιώσουν ηθικά το αποτέλεσμα της Δ’ Σταυροφορίας, υπήρξε ένα τρομερό λάθος και πολιτικό και στρατηγικό. Οι τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα είναι μία περίοδος αδυναμίας για το κουρασμένο, από τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, Βυζάντιο. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν πια να κατευθύνονται προς τη Συρία δια ξηράς.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Sir Steven Runciman: «Έγινα ιστορικός επειδή μου άρεσε να λέω ιστορίες»


Άρθρο που έγραψε η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΑΜΠΡΙΑ στο ΒΗΜΑ



Είναι ο άνθρωπος που ανέσυρε το Βυζάντιο από την ερευνητική αφάνεια. Αυτός που ανέδειξε με όλην του την επιστημονική δύναμη το πώς ο κλασικός κόσμος αναδύθηκε και επιβίωσε των μεταβαρβαρικών επιδρομών και κατακτήσεων. Είναι ο φίλος του Γιώργου Σεφέρη, της Τζίνας Μπαχάουερ και του Τάκη Χορν, είναι ο φίλος της Ελλάδας – της Μονεμβασίας που πρωτοείδε το 1924 και της Αθήνας την οποία επισκέπτεται ανελλιπώς από το 1927 ως σήμερα. Είναι επίσης ένας από αυτούς που αρνήθηκαν ρητά να επισκεφθούν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

Ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν, που μοιράστηκε μαζί με την κυρία Ντόλλη Γουλανδρή το φετινό βραβείο Ωνάση για τον Πολιτισμό, είναι σήμερα 94 ετών: κοιτάζοντας και μιλώντας μαζί του σήμερα, συναντάς ολόκληρο τον 20ό αιώνα αλλά και ανοίγεσαι στην Ιστορία, την οποία ο καθηγητής Ράνσιμαν μεταφέρει με τον ίδιο χαρισματικό τρόπο που κάνει και τα βιβλία του αναγνώσματα εντυπωσιακά στην καθαρότητα, σαφήνεια και ευφυία τους. Σήμερα έχει την ψυχραιμία αλλά και τη γλύκα που του επιτρέπει η ηλικία του – τη σοφία, απολύτως γνήσια αλλά και απολύτως εδραιωμένη, που κατέκτησε μελετώντας, γράφοντας, διδάσκοντας (όλα με τον μοναδικό τρόπο των μεγάλων βρετανικών πανεπιστημίων) και ταξιδεύοντας στον κόσμο.

– Τι ακριβώς σας παρακίνησε να στραφείτε προς την Ιστορία και ειδικά στο Βυζάντιο; Ήταν η κατάληξη της κλασικής παιδείας σας ή άλλα ερεθίσματα έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο;


«Είχα την επιθυμία και τη δίψα να ανακαλύψω, γι’ αυτό έγινα και ιστορικός. Βέβαια στο σχολείο ακολούθησα από πολύ μικρή ηλικία την τυπική αγγλική παιδεία περί τις κλασικές σπουδές αλλά ήδη εγώ είχα ξεκινήσει νωρίτερα: προτού να πάω στο σχολείο, από το σπίτι ήδη με την γκουβερνάντα μου, είχα αρχίσει να έρχομαι σε επαφή με τα ελληνικά. Και ανέκαθεν ήθελα να γίνω ιστορικός, όχι φιλόλογος. Και ως ιστορικός το Βυζάντιο ήταν που με είλκυσε, που ήταν αποκλεισμένο, παραμελημένο από την επιστήμη. Όταν εγώ πρωτοείπα στο σχολείο ότι αυτό που θέλω ήταν να σπουδάσω Βυζαντινά όλοι με κοίταξαν με αποτροπιασμό και ανέκραξαν: “Μπιζ;” Ένας λόγος που το έκανα ήταν γιατί πάντα ήθελα να είμαι και λίγο πρωτοπόρος. Αλλά πάνω από όλα με τράβηξε η βυζαντινή τέχνη. Ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον είχα γνωρίσει και παράλληλα πάντοτε μου ερέθιζε το ενδιαφέρον η θεολογική ιστορία – μη φανταστείτε βεβαίως ότι είμαι κανένας άγιος! – που και αυτή παρ’ όλη τη σημασία της ήταν μάλλον παραμελημένη. Ακριβώς αυτή η ανάμειξη της θεολογικής σκέψης και της τέχνης ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό μελέτησα στη ζωή μου».

– Πριν από την εγκατάστασή σας στην Αθήνα, αμέσως μετά τον πόλεμο, διδάξατε επί τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Πώς ήταν να βρίσκεστε στην πρωτεύουσα της μελέτης σας σε μιαν εποχή όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν ακόμη έντονα παρόν;


«Το πώς βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη έχει ενδιαφέρον: ο πρόεδρος Ινονού περπατούσε στην Πόλη και ρωτούσε για διάφορα κτίρια που έβλεπε και ουδείς γνώριζε να του πει τίποτε περισσότερο πέρα από το ότι ήταν βυζαντινά κτίρια. Ζητούσε περισσότερες πληροφορίες και κανείς δεν γνώριζε. Και βεβαίως δεν υπήρχε κανείς να διδάξει για το Βυζάντιο. Πρόσταξε λοιπόν να του βρουν αμέσως έναν καθηγητή Βυζαντινών. Εκείνη την εποχή εγώ βρισκόμουν στην Ανατολή και τύχαινε ο Άγγλος πρόξενος στην Τουρκία να είναι μαθητής μου. Έτσι εγκαταστάθηκα και δίδαξα εκεί μερικά χρόνια – δύσκολα χρόνια γιατί το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ήθελε με κάθε τρόπο να ευχαριστήσει τους Τούρκους και να τους πείσει να συμμετάσχουν στον πόλεμο.

Η διδασκαλία μου γινόταν στα αγγλικά και υπήρχε διερμηνέας που μετέφραζε φράση φράση. Τα μαθήματα Ιστορίας μόνο Τούρκοι επιτρεπόταν να παρακολουθούν αλλά στο μάθημα Βυζαντινής Τέχνης συμμετείχαν και μειονότητες. Αυτό που ήταν ενδιαφέρον ήταν πως ο κοσμήτορας ήταν Κρητικής καταγωγής: μια φορά βιαστικά μπήκα στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσω την πόρτα και τον είδα να κρατά σημειώσεις στα ελληνικά. Με παρακάλεσε θερμά να μην το πω πουθενά. Τώρα πια που έχει περάσει μισός αιώνας μπορώ να σας το μαρτυρήσω».

– Και μετά ακολούθησε η Αθήνα όπου ήρθατε ως διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου. Πού μένατε στην Αθήνα;


«Ήταν υπέροχη εποχή, η Ελλάδα ήταν χάρμα, όσο δύσκολα και αν ήταν τα χρόνια ανάμεσα στις δυο εμφύλιες συγκρούσεις. Οι Έλληνες ήταν φιλικοί και καμιά φορά υπερβολικά φιλικοί: μια φορά σε ένα χωριό της Δυτικής Πελοποννήσου μια ηλικιωμένη κυρία στενοχωρήθηκε πολύ που ήμουν άγαμος και έτρεξε στην κυριολεξία να πάει να μου βρει υποψήφια σύζυγο. Καθώς καταλαβαίνετε αυτό με ανάγκασε να πάρω το πρώτο λεωφορείο και να εξαφανιστώ. Στην Αθήνα η ζωή ήταν ωραία αλλά και σκληρή. Θυμούμαι πως δεν υπήρχε νερό, πολλώ δε μάλλον δεν υπήρχε ούτε τρόπος να ζεστάνεις όσο νερό έβρισκες και μάζευα ξύλα από τα δασάκια για να ανάβω φωτιά. Έμενα ψηλά στην οδό Σκουφά και από το κρεβάτι μου έβλεπα την Ακρόπολη και πέρα ως τη θάλασσα. Ήταν τόσο ενδιαφέρον να παρατηρείς τη ζωή και ταυτόχρονα γινόταν δουλειά από το Βρετανικό Συμβούλιο. Είχαν δοθεί πάρα πολλά χρήματα σε υποτροφίες για σπουδές στην Αγγλία και τότε ήταν πρωτοφανές πόσο εύκολα εύρισκες ανθρώπους όλο ενδιαφέροντα και ανησυχίες που ήθελαν να σπουδάσουν».

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Sir Steven Runciman – Συνέντευξη στην ΕΤ3: «Χρειαζόμαστε την πνευματική μετριοφροσύνη»

on Sir Steven Runciman – Συνέντευξη στην ΕΤ3: «Χρειαζόμαστε την πνευματική μετριοφροσύνη»

Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε από το σερ Στήβεν Ράνσιμαν, στο Ελσισιλντς της Σκωτίας, στον πατρογονικό πύργο του, τον Οκτώβρη του 1994, για λογαριασμό της ΕΤ3, στις δημοσιογράφους Χρύσα Αράπογλου και Λαμπρινή Χ. Θωμά. Για τεχνικούς λόγους, δεν «βγήκε» ποτέ στον αέρα. Και οι δύο δημοσιογράφοι θεωρούν την συνέντευξη αυτή από τις πιο σημαντικές της καριέρας τους, μια και ανήκει στο είδος των «συζητήσεων» που σε διαμορφώνουν και δεν ξεχνάς ποτέ. Θεωρούν ότι πρέπει να δει το φως της δημοσιότητας, έστω και με μια τόσο θλιβερή αφορμή, όπως ο θάνατος του μεγάλου φιλέλληνα.

Δημοσιογράφος: Πώς νοιώθει ένας άνθρωπος που ασχολείται τόσα χρόνια με το Βυζάντιο; Κουραστήκατε;

Δύσκολο να απαντήσω. Το ενδιαφέρον μου ποτέ δεν εξανεμίστηκε. Όταν άρχισα να μελετώ το Βυζάντιο, υπήρχαν πολλοί λίγοι άνθρωποι σ’ αυτήν τη χώρα (σ.σ. τη Μεγάλη Βρετανία) που ενδιαφέρονταν, έστω και ελάχιστα για το Βυζάντιο. Μ’ αρέσει να πιστεύω πως «δημιούργησα» ενδιαφέρον για το Βυζάντιο. Αυτό που με ικανοποιεί, ιδιαίτερα σήμερα, είναι ότι πλέον υπάρχουν αρκετοί, πολλοί καλοί εκπρόσωποι (σ.σ. της σπουδής του Βυζαντίου) στη Βρετανία. Μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πατρικά απέναντί τους. Είμαι ευτυχής, λοιπόν, που επέλεξα το Βυζάντιο ως το κύριο ιστορικό μου ενδιαφέρον.

Κι ήταν ελκυστικό για σας όλα αυτά τα χρόνια;

Πιστεύω πως κάθε γεγονός της ιστορίας, αν αρχίσεις να το μελετάς σε βάθος, μπορεί να γίνει συναρπαστικό. Το δε Βυζάντιο το βρίσκω εξαιρετικά συναρπαστικό, γιατί ήταν ένας αυθύπαρκτος πολιτισμός. Για να μελετήσεις το Βυζάντιο, πρέπει να μελετήσεις την τέχνη, να μελετήσεις τη θρησκεία, να μελετήσεις έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, που είναι πολύ διαφορετικός από το σημερινό.

Καλύτερος ή χειρότερος;

Κοιτάξτε… Δεν είμαι σίγουρος αν θα μου άρεσε να ζήσω στους βυζαντινούς χρόνους. Δε θα μου άρεσε, λόγου χάριν, να αφήσω γένια. Ωστόσο, στο Βυζάντιο είχαν έναν τρόπο ζωής που ήταν καλύτερα δομημένος. Άλλωστε, όταν έχεις έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, η ζωή σου «μορφοποιείται» κι είναι πολύ πιο ικανοποιητική από τη σημερινή, όπου κανείς δεν πιστεύει σε τίποτε αρκετά.

Άρα ήταν μία θρησκευτική Πολιτεία;

Ήταν ένας πολιτισμός, στον οποίο η θρησκεία αποτελούσε μέρος της ζωής.

Και στους έντεκα αυτούς αιώνες;

Νομίζω ότι ο κόσμος μιλά για το Βυζάντιο λες κι παρέμεινε το ίδιο, ένας πολιτισμός αμετάβλητος κατά την διάρκεια όλων αυτών των αιώνων. Είχε αλλάξει πολύ από την αρχή ως το τέλος του, αν και κάποια συγκεκριμένα βασικά στοιχεία κράτησαν σε όλη τη διάρκειά του όπως το θρησκευτικό αίσθημα. Μπορεί να διαφωνούσαν για θρησκευτικά ζητήματα αλλά πίστευαν όλοι, κι αυτό το αίσθημα είναι μόνιμο. Ο σεβασμός, η εκτίμηση στις τέχνες, ως εκείνες που ευχαριστούν το Θεό, κι αυτά διατηρήθηκαν. Κι έτσι, παρ’ ότι οι μόδες άλλαζαν, η οικονομική κατάσταση άλλαζε, οι πολιτικές καταστάσεις άλλαζαν, υπήρχε μια ακεραιότητα, πολύ ενδιαφέρουσα μέσα στο σύνολο.

Μιλάμε για θρησκεία κι ηθική. Το Βυζάντιο πολλοί το θεωρούν μία περίοδο πολέμων, δολοφονιών, δολοπλοκιών, «βυζαντινισμών» που ουδεμία σχέση είχε με την ηθική.