Η ομιλία του Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου με τίτλο:
Το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο και η κρίση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, από την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Ε.Μ.Θ. στις 17 Νοεμβρίου 2010.
ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ
Η εποχή μας διακρίνεται από μια μοναδικότητα:
η κρίση του πολιτισμού, για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου, εκδηλώνεται ως διατάραξη της φυσικής ισορροπίας και ως ορατός κίνδυνος οικολογικής καταστροφής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ανθρώπου, κρίση που συνδέεται με τα πρότυπα, τις δομές, την κατεύθυνση του πολιτισμού μας.
Το μοντέλο βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης - θεμελιωμένο καθώς είναι στην αντίληψη της αντιπαλότητας προς τη φύση, που χαρακτηρίζει την κουλτούρα δυτικού τύπου[1] - επέβαλε, σε παγκόσμια κλίμακα, μια πολιτισμική επιλογή ασύμβατη προς τους φυσικούς όρους διατήρησης της ζωής και συνεπώς, αδιέξοδη. Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν είναι διόλου εύκολη, καθώς αυτό το πρότυπο κι αυτή η λογική αποτελούν δομικά συστατικά του συστήματος, με βαθιές ρίζες στη νοοτροπία και στην πρακτική του δυτικού ανθρώπου. Γι’ αυτό και καμιά από τις μεγάλες κοινωνικές ιδεολογίες που δίχασαν την ανθρωπότητα στον 20όν αιώνα δεν έχει απάντηση. Γιατί, ως προς τη σχέση ανθρώπου - φύσης, βρίσκονται στην ίδια πλευρά:
η έννοια της «προόδου» συνδέεται με την κατάκτηση και εκμετάλλευση της φύσης, στον ασύμμετρο βαθμό που υπαγορεύει ο κοινός στόχος της «βιομηχανοποίησης» της παραγωγής.
Προκύπτει λοιπόν επιτακτικό το ερώτημα πώς και γιατί η κατεύθυνση που έχει επιβάλει σε παγκόσμιο επίπεδο το κυρίαρχο δυτικό μοντέλο εμφανίζεται, σύμφωνα με τους επίσημους εκφραστές του, αναγκαστική και μη αναστρέψιμη. Ως την ώρα τουλάχιστον, η μόνη δυνατότητα που προσφέρει η λογική του συστήματος είναι μια κούρσα ανάπτυξης της διαστημικής τεχνολογίας και της αντίστοιχης βιομηχανικής παραγωγής, η οποία να εξασφαλίσει – κοντά στα γενναία κέρδη – και τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη μετανάστευση μιας μικρής «αντιπροσωπείας» του ανθρώπινου γένους σε κάποιον άλλο πλανήτη – αν υπάρχει τέτοιος – που να διαθέτει ανάλογες με τη γη συνθήκες, για τη συνέχιση της ζωής.
Η επαγγελία μιας συμβολικής επιβίωσης, μέσω της αναβίωσης του μύθου της Κιβωτού του Νώε, είναι το μέγιστο που έχει να προσφέρει στην ανθρωπότητα, ως αντιστάθμισμα για την ολική καταστροφή, ο κυρίαρχος δυτικός πολιτισμός.
Γι' αυτό είναι ζωτικής σημασίας να γνωρίζομε ότι υπάρχουν στην ιστορία των ανθρώπινων πολιτισμών αξιόπιστα εναλλακτικά πρότυπα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν, με τις αναγκαίες αναπροσαρμογές, σε μια υπέρβαση του αδιεξόδου. Ανάμεσα στα τυπολογικά κριτήρια που έχουν προταθεί για την ταξινόμηση των πολιτισμικών συστημάτων, θεωρούμε πρόσφορο για το σκοπό μας να εξετάσομε το κριτήριο που προκύπτει από την αντίληψη που έχει μια ανθρώπινη κοινωνία για το χώρο και το χρόνο και τη μεταξύ τους σχέση.[2] Σύμφωνα μ’ αυτό το κριτήριο, διακρίνομε πολιτισμούς του χώρου και πολιτισμούς του χρόνου, που αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικές πολιτισμικές κατευθύνσεις, ιστορικά υπαρκτές και αντίπαλες.
Οι πολιτισμοί του χώρου χαρακτηρίζονται από την προτεραιότητα που παίρνει μέσα στο κοσμοείδωλο της αντίστοιχης κοινωνίας ο τόπος, η πάτρια γη, προτεραιότητα που εκφράζεται με μια σχέση οικειότητας και αρμονίας προς τη φύση· και μ’ ένα αίσθημα συγγένειας των ανθρώπων που κατοικούν στον ίδιο τόπο· η κοινή τοπική καταγωγή γίνεται ο κυριότερος παράγοντας κοινωνικής συνοχής. Και ο τόπος αναγνωρίζεται ως το κατ’ εξοχήν πεδίο ενεργοποίησης, δημιουργίας και ολοκλήρωσης του ατόμου και της κοινότητας. Η συνείδηση ταυτότητας του ανθρώπου διαμορφώνεται σε άμεση συνάρτηση με τον τόπο και την τοπική κοινότητα.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες αυτού του τύπου ο χρόνος είναι κυκλικός και γίνεται αντιληπτός μέσα από τη σταθερή εναλλαγή της μέρας και της νύχτας και τη διαδοχή των εποχών. Έτσι, ο χρόνος ενσωματώνεται στο χώρο σε μια ενιαία αντίληψη του χωροχρόνου.
Στη μυθολογία αυτών των πολιτισμών η αντίληψη του θείου είναι ενδοκοσμική. Ο θεός είναι μέσα στη φύση και είναι πληθυντικός.
Οι πολιτισμοί του χρόνου, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από την εμμονή στην προτεραιότητα του χρόνου, η οποία εκφράζεται με την αποσύνδεση από ένα γενέθλιο τόπο, με τη συνεχή μετακίνηση, την αποδημία, την ελεύθερη περιπλάνηση. Η παρουσία της γης στη μυθολογία αυτών των πολιτισμών συρρικνώνεται στο μέγιστο βαθμό, περιορίζεται στην ομοιομορφία και την ουδετερότητα της ερήμου, η οποία δεν προσφέρει όρους επιβίωσης στον άνθρωπο· είναι πεδίο άσκησης και δοκιμασίας, όχι ευδαιμονίας.
Η αντίληψη του χρόνου είναι γραμμική, σε διαρκή ροή, και συναρτάται με την ιδέα της συνεχούς εξέλιξης. Συνεπώς, η θεότητα δεν μπορεί να συνδέεται με το χώρο, και πολύ λιγότερο, με τη φύση.
Η περιοχή του θεού είναι το μεταφυσικό επέκεινα. Στην κοσμολογία αυτών των πολιτισμών ο Κόσμος έχει αρχή και τέλος· αρχίζει με τη γένεση του Κόσμου και τελειώνει με τη βασιλεία του Θεού. Στο πλαίσιο αυτής της εσχατολογίας, η ζωή του ανθρώπου νοείται ως μια δοκιμασία με στόχο την τελείωση. Και η συνείδηση της ταυτότητας δε συναρτάται με το χώρο και την κοινωνία αλλά με το υποκείμενο και με το νόμο του θεού. Αντίστοιχα, οι έννοιες της ιστορίας και του ιστορικού χρόνου αποχτούν κεντρική σημασία ως έννοιες ανταγωνιστικές προς τη φύση. Η ιστορική πορεία της ανθρωπότητας νοείται ως μια διαρκής ανοδική εξέλιξη μέσα στη διαχρονία.