• ResPublica, διαδικτυακό περιοδικό
(21/09/2020)

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης
Ο κόσμος που θα αφήσω πίσω μου με αρρωσταίνει. Με αρρωσταίνει στην ψυχή, στο σώμα και στο πνεύμα. Ήμουν γεμάτος ελπίδα όταν στρατευόμουν, στα είκοσί μου χρόνια, για να αλλάξω την πορεία του κόσμου. Γιατί στα 1930 είχαμε ήδη δει να προβάλλει αυτός ο κόσμος της αταξίας και της καταπίεσης. Κι ελπίσαμε ότι θα μπορούσαμε να τον κάνουμε να αλλάξει κατεύθυνση, να κινηθεί προς τον άνθρωπο, την ελευθερία, την δικαιοσύνη, την αληθινή δημοκρατία… Προσπάθησα τα πάντα. Κυνήγησα όλες τις ευκαιρίες που μου φάνηκαν κατάλληλες. Σκέφτηκα πολύ. Το μόνο που κατάφερα ήταν να κατανοήσω τι συμβαίνει. Κατάλαβα. Μίλησα. Προειδοποίησα. Κι όλα αυτά δεν ωφέλησαν σε τίποτα. Τα λόγια μου δεν ακούστηκαν τη στιγμή που έπρεπε, αλλά κι όταν ακούστηκαν ήταν ήδη αργά, ο κόσμος είχε πάρει την κατηφόρα και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω για να πάρει έναν άλλο δρόμο. Όλα άχρηστα. Αναπότρεπτα, ο κόσμος έγινε ο χειρότερος δυνατός. Αλλά εμείς δεν θελήσαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι πολύ εύκολο να κατηγορούμε τους καπιταλιστές, τους ιμπεριαλιστές, τους αποικιοκράτες. Τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που επιθυμούσαν. Είναι πολύ εύκολο να κατηγορούμε τους κομμουνιστές: ποτέ τους δεν θέλησαν τη δικτατορία, τις σφαγές του Πολ Ποτ, τα γκούλαγκ, την ιμπεριαλιστική ισχύ του κομμουνισμού. Μπορώ να το βεβαιώσω: οι κομμουνιστές που γνώρισα ποτέ τους δεν φαντάστηκαν ότι τα υπέροχα ιδεώδη τους θα κατέληγαν σε μια από τις ισχυρότερες αστυνομοκρατίες του κόσμου. Ποτέ ο Αϊνστάιν δεν θέλησε την ατομική βόμβα. Ποτέ κανείς καλόπιστος άνθρωπος δεν επιθύμησε όλο αυτό το κακό που συσσωρεύτηκε στις επιστήμες, στην πολιτική, στην οικονομία, στην τεχνική. Γιατί τίποτε άλλο δεν συσσωρεύτηκε παρά κακό. Είναι σαν, μ’ έναν τρόπο ακατανόητο, όλα εκείνα τα υπέροχα άνθη της προόδου να μην έδωσαν παρά καρπούς πικρούς και δηλητηριώδεις και πέραν αυτών, τίποτε. Πλέον, δεν έχουμε παρά να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια πεποίθηση και το κώνειο.
Η γενιά μου ήταν η γενιά που μεγάλωσε μετά το 1914 και είχε ορκιστεί: «ποτέ ξανά»! Αγωνιστήκαμε λοιπόν για την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, για μια ανάλυση πιο βαθύτερη και μια τακτική ακριβέστερη και είχαμε ήδη προαισθανθεί, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 τον χιτλερισμό και τον σταλινισμό. Η οπτική μας ήταν ορθή. Την ίδια στιγμή, τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο φιλελευθερισμός ήταν για μας καταδικασμένοι. Αναζητήσαμε κάτι άλλο, δεν θελήσαμε να πιστέψουμε ούτε στη μοίρα μιας ιστορίας προδιαγεγραμμένης ούτε στη νίκη των δαιμόνων. Είχαμε ένα ιδεώδες, τη θέληση ενός κόσμου ελεύθερου και αδελφωμένου και προσπαθήσαμε να τον φτιάξουμε όσο καλύτερο μπορούσαμε. Αναζητήσαμε την ευτυχία και την ισότητα για όλους. Και να τι φτιάξαμε! Έναν κόσμο όπου δεν αναγνωρίζουμε κανένα από τα ιδανικά της νιότης μας. Ποτέ δεν υπήρξαμε άπληστοι για χρήμα, εξουσία, ισχύ και κατανάλωση. Και παρόλα αυτά, όλες μας οι προσπάθειες κατέληξαν αναπότρεπτα στο ακριβώς αντίθετο, μεταμορφωμένες και διαστρεβλωμένες. Αυτό δεν μπορέσαμε να το προβλέψουμε και όσοι από μας το κατάφεραν, δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Δεν θελήσαμε τίποτε απ΄όλα αυτά. Ξέρω βέβαια ότι αυτή η δικαιολογία, η δικαιολογία των αδύναμων και των ιδεαλιστών, δεν φτάνει. Αλλά είναι το μόνο που μπορώ να πω σήμερα, μπροστά στο βάραθρο. Και δεν υπάρχει ένας κακός που είναι ο ένοχος, ένας δικτάτορας ή μια κοινωνική τάξη. Πρέπει να βγούμε επιτέλους από αυτή την ψευδή και απλοϊκή εξήγηση της «πάλης των τάξεων« και της ευθύνης της «άρχουσας τάξης». Η «άρχουσα τάξη» χειραγωγείται και αυτή από κάποιον ισχυρότερο και όχι από τα συμφέροντά της. Όλοι παίξανε το ρόλο τους και ο καθένας το έκανε με καθαρή τη συνείδηση.












ΜΕΛΑΣ ΚΩΣΤΑΣ







