Γράφει ο Σάββας Μαστραππάς από την ιστοσελίδα anixneuseis.gr
Την 1η Μαΐου 1925 η Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο αποικία του Αγγλικού στέμματος (το 1878 η οθωμανική αυτοκρατορία παραχώρησε την Κύπρο έναντι ενοικίου στην Αγγλία, μέχρι το 1925 η Κύπρος αποτελούσε τυπικά μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με αφορμή λοιπόν την εξέλιξη αυτή ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος και το εθνικό συμβούλιο επανέλαβαν προς την Μ. Βρετανία «ότι διαρκείς πόθος του Ελληνικού λαού της Κύπρου παραμένει η Ένωση με την Ελλάδα».
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΠΡΙΝ ΤΑ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΑ
Τον Οκτώβριο του 1925 έγιναν εκλογές για την ανάδειξη των νέων αιρετών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου. Τότε εκλέχτηκε και ο δραστήριος και μαχητικός μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη συνέχεια του ενωτικού αγώνα. Οι νεοεκλεγμένοι Έλληνες βουλευτές υπέβαλαν στο Βρετανό υπουργό Αποικιών ενωτικό υπόμνημα, στο οποίο αυτός απάντησε, όπως κάθε φορά, αρνητικά. Την ίδια περίοδο (1926) ιδρύθηκε στη Λεμεσό, όπου υπήρχαν συγκεντρωμένοι περισσότεροι βιομηχανικοί εργάτες, το Κομουνιστικό Κόμμα της Κύπρου (ΚΚΚ). Σύντομα οι αγγλικές αρχές στράφηκαν εναντίον του.
Το 1928 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια βρετανικής παρουσίας στην Κύπρο. Ο κυβερνήτης Ρόναλντ Στορς θέλησε να οργανώσει πανηγυρικές εκδηλώσεις για να γιορταστεί το γεγονός. Αυτό όμως έδωσε μια ευκαιρία στον κυπριακό λαό να δείξει τα αισθήματα που έτρεφε για τον κυρίαρχο. Οι Κύπριοι απείχαν ολοκληρωτικά και επιδεικτικά από τον εορτασμό, για τον οποίο έδειξαν απόλυτη αδιαφορία.
Το 1929 κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση στην Αγγλία το εργατικό κόμμα με πρωθυπουργό τον Μακ Ντόναλντ. Το γεγονός δημιούργησε στην Κύπρο κάποιες ελπίδες για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση του ενωτικού αιτήματος και μια ακόμη κυπριακή αντιπροσωπία, με επικεφαλή το μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο, έφτασε στο Λονδίνο το Σεπτέμβριο του 1929, για να παρουσιάσει το θέμα στα αρμόδια όργανα της βρετανικής κυβέρνησης. Η πρεσβεία είχε συνάντηση με τον υπουργό Αποικιών λόρδο Πάσφιλντ, στον οποίο ανέπτυξε και προφορικά τα αιτήματά της. Η απάντηση του Βρετανού υπουργού ήταν για μια ακόμη φορά απορριπτική: «Η απάντησή μου στο αίτημα αυτό», είπε, «δεν μπορεί παρά να είναι η ίδια με εκείνη την οποία οι προηγούμενοι υπουργοί Αποικιών έχουν δώσει σε παρόμοια κατά το παρελθόν αιτήματα». Και πρόσθεσε ότι «το θέμα αυτό έχει κλείσει οριστικά».
Ακολούθησε η επιβολή ενός νέου εκπαιδευτικού νόμου το Δεκέμβριο του 1929, σύμφωνα με τον οποίο οι δάσκαλοι θα διορίζονταν από τον κυβερνήτη και θα ήταν στην ουσία κυβερνητικοί υπάλληλοι. Έτσι ο κυβερνήτης θα μπορούσε να επιλέξει αυτούς που ήθελε και να απομακρύνει όσους ήταν φορείς της ενωτικής ιδέας.
Όλα αυτά δημιούργησαν έντονη δυσφορία και προκάλεσαν τις ζωηρές αντιδράσεις των Κυπρίων, που κινητοποιήθηκαν με μεγάλα συλλαλητήρια και ψηφίσματα διαμαρτυρίας. Ακόμη προχώρησαν σε οργανωτικές διαδικασίες, για την καλύτερη διεξαγωγή του αγώνα.
Ιδρύθηκαν τότε η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» (ΕΟΚ) και η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου» (ΕΡΕΚ) που διακήρυξαν ως μοναδικό τους στόχο τον συντονισμό του αγώνα για την «Εθνική αποκατάσταση της Κύπρου δια της ενώσεως αυτής μετά της μητρός Ελλάδος».
Επιπρόσθετη ενόχληση για τους Βρετανούς ήταν η υπερδραστηριότητα του νέου προξενείου της Ελλάδας (από το 1930) Αλέξη Κύρου, γόνου της γνωστής Κυπριακής αθηναϊκής δημοσιογραφικής οικογένειας (ο πατέρας του ήταν ο ιδρυτής – εκδότης της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ).