Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΚΟΥΡΗ ΑΘΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΚΟΥΡΗ ΑΘΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1831 - Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ


Του Γιώργου Τασιόπουλου



Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τον Ιούνιο του 1831 έγραφε προφητικά:

"Ενόσω υπάρχει η παρούσα γενεά, οι προύχοντες, ένεκα συμφερόντων και παθών συνενούμενοι, θα παραλύωσι, ραδιουργούντες, πάσαν οιανδήποτε τάξιν πραγμάτων, ουδέποτε θα δημιουργήσωσιν κυβέρνησιν"

Του είχαν συστήσει να φυλάγεται γιατί είχε ακουστεί πως ετοιμάζονταν να τον δολοφονήσουν.
" Δεν φοβάμαι γιατί δεν έχω σκοτώσει κανέναν", 
είχε πει απαντώντας ίσως έτσι πλαγίως στον Κανέλλο Δεληγιάννη που τον είχε ονομάσει δήμιο.

Καθώς ξεκινούσε στις 27 Σεπτεμβρίου πρωί πρωί, στις έξι για να εκκλησιαστεί στον Άγιο Σπυρίδωνα, η χώρα που είχε υπηρετήσει μία ζωή ήταν ανάστατη κι εκείνος δεν είχε βρει απάντηση στο ερώτημα:

"Τι κάνεις όταν ο αντίπαλός σου είναι αποφασισμένος να μεταχειριστεί εναντίον σου όλα τα μέσα χωρίς να εξαιρεί κανένα απολύτως;"

Στο κατώφλι της εκκλησίας ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης του βύθισε το μαχαίρι του στην κοιλιά ενώ ο Κωνσταντίνος τον άρπαζε με το αριστερό από το σβέρκο και τον πυροβολούσε στο κεφάλι.

-------------------------------------------------

Όταν στις εννιά το πρωί της 8ης/20ης Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στην Αίγινα, χιλιάδες κόσμου είχαν τρέξει στην παραλία να τον προϋπαντήσουν.

Με τα ήσυχα σκεπτικά μάτια του εκείνος παρατηρούσε τη σκηνή που καθώς η λέμβος του πλησίαζε την προκυμαία, 
γινόταν όλο και πιο καθαρή.

"... Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφτασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα παρόμοιο ποτέ και άλλος να μην το ιδεί... "Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας", φώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τις σπηλιές' δεν ήτο το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος' η γη εβρέχετο από δάκρυα' έβρεχε η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία' ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσκιζε την καρδιά μου' μαυροφορεμένοι γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα κι εγώ..."