Του Γιώργου Τασιόπουλου
Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τον Ιούνιο του 1831 έγραφε προφητικά:
"Ενόσω υπάρχει η παρούσα γενεά, οι προύχοντες, ένεκα συμφερόντων και παθών συνενούμενοι, θα παραλύωσι, ραδιουργούντες, πάσαν οιανδήποτε τάξιν πραγμάτων, ουδέποτε θα δημιουργήσωσιν κυβέρνησιν"
Του είχαν συστήσει να φυλάγεται γιατί είχε ακουστεί πως ετοιμάζονταν να τον δολοφονήσουν.
" Δεν φοβάμαι γιατί δεν έχω σκοτώσει κανέναν",
είχε πει απαντώντας ίσως έτσι πλαγίως στον Κανέλλο Δεληγιάννη που τον είχε ονομάσει δήμιο.
Καθώς ξεκινούσε στις 27 Σεπτεμβρίου πρωί πρωί, στις έξι για να εκκλησιαστεί στον Άγιο Σπυρίδωνα, η χώρα που είχε υπηρετήσει μία ζωή ήταν ανάστατη κι εκείνος δεν είχε βρει απάντηση στο ερώτημα:
"Τι κάνεις όταν ο αντίπαλός σου είναι αποφασισμένος να μεταχειριστεί εναντίον σου όλα τα μέσα χωρίς να εξαιρεί κανένα απολύτως;"
Στο κατώφλι της εκκλησίας ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης του βύθισε το μαχαίρι του στην κοιλιά ενώ ο Κωνσταντίνος τον άρπαζε με το αριστερό από το σβέρκο και τον πυροβολούσε στο κεφάλι.
-------------------------------------------------
Όταν στις εννιά το πρωί της 8ης/20ης Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στην Αίγινα, χιλιάδες κόσμου είχαν τρέξει στην παραλία να τον προϋπαντήσουν.
Με τα ήσυχα σκεπτικά μάτια του εκείνος παρατηρούσε τη σκηνή που καθώς η λέμβος του πλησίαζε την προκυμαία,
γινόταν όλο και πιο καθαρή.
"... Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφτασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα παρόμοιο ποτέ και άλλος να μην το ιδεί... "Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας", φώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τις σπηλιές' δεν ήτο το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος' η γη εβρέχετο από δάκρυα' έβρεχε η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία' ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσκιζε την καρδιά μου' μαυροφορεμένοι γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα κι εγώ..."
Ο Κυβερνήτης εργαζόταν -και εργάστηκε μέχρι τέλους- χωρίς αποδοχές. Αντιθέτως, εκτός από όλα όσα είχε ήδη προσφέρει, θα δούμε ότι κατέβαλε ένα ποσόν προκειμένου να ιδρυθεί Ελληνική Χρηματιστική Τράπεζα, και επίσης ότι υποθήκευσε τα λίγα του κτήματα στην Κέρκυρα για να αγοραστούν στη Μάλτα δύο φορτώματα στάρι για τους πεινασμένους. Ζούσε με άκρα λιτότητα σε ένα μικρό σπίτι. Το μπαούλο με τις επίσημες φορεσιές του δεν το άνοιξε καν πότε. Ντυνόταν πάντα στα μαύρα του ρούχα, τόσο απλά που ο κόσμος στις περιοδείες του επευφημούσε τον εύζωνα που τον συνόδευε και όχι το λεπτό, χλωμό, ασπρομάλλη με τα σκεπτικά μάτια, τον οποίον μάθαινε σιγά σιγά να εμπιστεύεται ως μπαρμπα-Γιάννη.
Τον εθνικό πλούτο (χρήματα από δωρεές ή εθνικές γαίες ή κάθε άλλο έσοδο) το υπερασπίστηκε ο Κυβερνήτης ανυποχώρητος απέναντι σε ισχυρούς πολεμάρχους ή προύχοντες, εισπράττοντας την αντιπάθεια και, τέλος, το τυφλό μίσος τους.
Αυτό ήταν το καποδιστριακό υπόδειγμα ήθους για τα όργανα της διοικήσεως. Μακάρι να το είχαμε ενστερνιστεί έκτοτε. Αλλά ακόμη και τώρα κερδισμένοι θα βγαίναμε αν το κρατούσαμε στο νου μας διαρκώς ως ιδεώδες και ως μέτρο για να κρίνουμε με αυτό τους υποψήφιους ηγέτες μας.
- Η ελαιογραφία του Δ. Τσόκου που συνοδεύει το κείμενο βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη.
- Βιβλιογραφία:"1821 Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΛΟΚΛΗΡΏΘΗΚΕ" της ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ
ΠΗΓΗ- Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.