Οι περισσότεροι τον ξέρουν ως ιδρυτικό μέλος και άτυπο ηγέτη του συγκροτήματος-κολεκτίβας Χαΐνηδες.
Λιγότεροι γνωρίζουν ότι είναι φυσικός και μάλιστα διατέλεσε ερευνητής στο CERN. Μουσικός, φυσικός ή απλά καλλιτέχνης;
"Δεν ξέρω τι είμαι και ούτε με αφορά αυτό. Για μένα οι πατρίδες δεν είναι από εκεί που ερχόμαστε, είναι εκεί που πάμε. Δεν έχω δει ποτέ τον εαυτό μου για να ξέρω ποια ιδιότητα μπορώ να μου προσάψω. Και στον καθρέφτη να δω τον εαυτό μου, το δεξί είναι αριστερό και το αριστερό δεξί, άρα καμία σχέση δεν έχω με τον κύριο".
Η μουσική δεν έχει ταμπέλες...
Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό που οι άνθρωποι τραγουδούσαν μερακλήδικα όλους τους σκοπούς, δηλαδή παρέες τραγουδούσαν από ταμπαχανιώτικα και λέγονται αλλιώς ρεμπετοκρητικά-, συρτά χανιώτικα από τη δυτική Κρήτη, κοντυλιές από την ανατολική Κρήτη, ψαλμούς, ρεμπέτικα, σμυρναϊκά, ευρωπαϊκούς σκοπούς, τανγκό κλπ. Δεν υπήρχαν δηλαδή ταμπέλες όπως λέμε σήμερα ατυχώς και ηλιθίως έντεχνο ροκ, κρητικά. Όλα αυτά έχουν απλώς κάποια βάση, ελάχιστη, αλλά περιγράφουν χονδροειδώς την κοινωνική και πολιτιστισμική ιδιαιτερότητα καιρών και τόπων."
...."Στην αρχή ήρθε ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Ξυλούρης και ακόμα παλαιότεροι όπως ο Ροδινός, ο Μπαξεβάνης, ο μποέμ καρεκλάς (Αντώνης Παπαδάκης Έχω ανεβάσει σχετικό ντοκιμαντέρ). Αργότερα άρχισα να ξεχωρίζω αυτούς που μου άρεσε η ζωή τους -είναι βασικό αυτό για εμένα-. Ο Βαμβακάρης, ο Γιοβαν Τσαούς, ο Αντώνης ο Νταλκάς από τα παράλια της Μικράς Ασίας, η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Κανι Καρατζά από Τουρκιά, ο άραβας ουτίστας Φαρι ντε λάτρας. Τρελαίνομαι με τον Μπαχ και τον Μπετόβεν, μ' αρέσει ο Τζίμι Χέντριξ, ο Τζιμ Μορισσον, ο Τελόνιους Μονκ, ο Ταλιαδώρος ο ψάλτης, ο Τζονι Κας, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Αλί Καν από το Πακιστάν, και άλλοι τόσοι...
Αφιερωμένη στη μοραΐτικη μουσική παράδοση, η παρουσίαση περιελάμβανε τραγούδια από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, η οποία είναι πατρίδα της δημοτικής μουσικής, καθώς συνδυάζει ηρωικές μνήμες του έθνους με την πίστη των απλών ανθρώπων, τα έθιμα και τη ζωή του τόπου.
Μουσικό αφιέρωμα, στη λαϊκή παράδοση της Πελοποννήσου, με αντιπροσωπευτικά τραγούδια και σκοπούς, πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…».
Την επιμέλεια και παρουσίαση της μουσικής παράστασης, έκανε ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Χρίστος Κυριακόπουλος με τη συνοδεία ορχήστρας παραδοσιακών οργάνων. Στην ορχήστρα συμμετείχαν ο Κώστας Γιαννακόπουλος στο κλαρίνο, ο Δημήτρης Κατσούλης στο βιολί, η Ιωάννα Ρήγα στο σαντούρι, ο Γιαννούλης Μαργώνης στο λαούτο, ο Χρήστος Πανάγου στον ταμπουρά, ο Γιάννης Τούσιας στο λαούτο και ο Ανδρέας Νιάρχος, κρουστά, φλογέρα.
Αφιερωμένη στη μοραΐτικη μουσική παράδοση, η παρουσίαση περιελάμβανε τραγούδια από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, Στόχος της εκδήλωσης ήταν η αναβίωση της αυθεντικής παράδοσης και ερμηνείας των δημοτικών ασμάτων της πατρίδας μας, όπως παραδόθηκαν και ερμηνεύθηκαν από παλαιούς γνήσιους ερμηνευτές.
Ενώ σήμερα, η παραχάραξη της μουσικής απόδοσης τους σε λαϊκές πανηγύρεις και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, συνήθως καταλήγει σε ξένα ακούσματα, εκκωφαντικούς ήχους και αλλότριες μουσικές εκτελέσεις, που αλλοιώνουν το ήθος της παράδοσης μας.
Η Πελοπόννησος είναι πατρίδα της δημοτικής μουσικής, καθώς συνδυάζει ηρωικές μνήμες του έθνους με την πίστη των απλών ανθρώπων, τα έθιμα και τη ζωή του τόπου. Και σε αυτές τις μνήμες ήταν αφιερωμένη η μουσική παρουσίαση.
Ξεκινώντας με ένα ιστορικό κλέφτικο τραγούδι γνωστό ως το «τραγούδι του Μαντά ή της Βλαχοθανάσως» που έγινε θρύλος και εξαπλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο. Με το επόμενο, να είναι ένα τραγούδι της ξενιτειάς που αναφέρεται στο νέο τόπο που είναι αφιλόξενος και εχθρικός απέναντι στον άνθρωπο που αναζητεί μάταια αναμνήσεις της πατρίδας.
Της Αμάντα Πέτρουσιτς από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 16 που κυκλοφορεί σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1926, ο Έλληνας βιολιστής Αλέξης Ζουμπάς ηχογράφησε ένα από τα πιο στενόχωρα μουσικά κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ. Το τραγούδι, με τίτλο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», είναι ένα πεντατονικό μοιρολόι που για χιλιετίες τραγουδιέται δίπλα σε φρεσκοσκαμμένους τάφους στην Ήπειρο, αυτό το άγριο κομμάτι γης στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η εκτέλεση του Ζουμπά είναι λίγο περισσότερο από τέσσερα λεπτά, χωρίς φωνή, και ως επί το πλείστον αυτοσχεδιαστική, κι έγινε συνοδεία κοντραμπάσου από κάποιον άγνωστο μουσικό. Ο Ζουμπάς ήταν τεχνικά εξαίρετος μουσικός –κάποιος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει βιρτουόζο–, αλλά το πραγματικό του ταλέντο ήταν η ικανότητά του να αρθρώνει με απόλυτη εκφραστικότητα την αποσύνθεση. Υπάρχει μια απτή υστερία στο παίξιμό του, κάθε νότα τρέμει, λες κι ο βιολιστής έχει προσφάτως υποστεί κάποια συναισθηματική κατάρρευση αγνώστου μεγέθους. Άραγε, ποιός ή τί τον σημάδεψε τόσο άσχημα; Το 1941 η γυναίκα του, τουλάχιστον η μία από τις κόρες του και δύο εγγόνια του σκοτώθηκαν σε αεροπορικές επιδρομές του Άξονα, αλλά τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα 15 χρόνια μετά την ηχογράφηση. Την εποχή που ηχογράφησε το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» ήταν ήδη Αμερικανός πολίτης από δεκαεξαετίας. Είχε σχετική επιτυχία ως μουσικός, έχοντας ηχογραφήσει αρκετές δεκάδες δίσκους 78 στροφών (είτε ως σόλο καλλιτέχνης, είτε συνοδεύοντας κάποιους δημοφιλείς Έλληνες τραγουδιστές) κι έτσι μπόρεσε να επιστρέψει στην Ήπειρο το 1928 για τον γάμο μας κόρης του. Το αφήγημα του τραγουδιού είναι σαφές –η απώλεια–, αλλά λείπουν όλες οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.
Το κλαρίνο κεντούσε μουσικά σιρίτια με χρυσές κλωστές πάνω σε βελουδένιες ποδιές.
Το ακορντεόν κελάηδιζε, γουργούριζε και άλλοτε παιζογελούσε
και το ντέφι είχε βρει τους σφυγμούς στους καρπούς των χεριών της ομήγυρης και χτυπούσε με τον ρυθμό της καρδιάς μας.
Στην Ήπειρο ακόμη και ο γάμος ξεκινάει με μοιρολόι...
( του Κώστα Γεωργουσόπουλου)
Τα συναισθήματα δεν είναι σαν τα νομίσματα, παλαιάς και νέας κοπής. Δεν διαφέρει το πένθος, ο ενθουσιασμός, η οργή και η επιείκεια είτε κατοικείς σε παλάτια ή καλύβια είτε ευρίσκεσαι σε εποχές συρράξεων ή ημέρες συγκομιδής και περισυλλογής. Ο πόνος είναι πόνος, η χαρά χαρά. Ίσως να διαφέρουν τα μέσα, οι μόδες, ίσως οι εντάσεις να είναι διαφορετικές, ίσως να επιστρατεύονται, ανάλογα με τις συνθήκες, άλλα κουράγια. Ο πόνος, το πένθος, η απελπισία μπροστά στον θάνατο αγαπημένων προσώπων δεν άλλαξε ως βίωμα, ως τραύμα, ως εγκαυστική. Απόδειξη οι θρήνοι, στον Όμηρο, στους τραγικούς, στους ρομαντικούς, στους ρεαλιστές, στους συμβολιστές ακόμη και στους υπερρεαλιστές δημιουργούς. Θα έλεγα μάλιστα πως όσο οι συνθήκες του βίου περιορίζουν τις δυνατότητες να εκδηλωθεί, να εκφραστεί, να σκιστεί το συναίσθημα, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η ένταση.
Παλιότερα, κι όχι μόνο στην ύπαιθρο χώρα και στα μικρά μέρη, αλλά και στην πρωτεύουσα και έως πριν από λίγα χρόνια στις «επαρχίες» της Αθήνας, τον νεκρό μας τον ξενυχτούσαμε στο σπίτι, στο κεντρικό δωμάτιο, από εκεί τον κηδεύαμε και επιστρέφοντας από την ταφή επιστρέφαμε (ομηρικότατα) και στη ζωή δειπνώντας με κοινό δείπνο, όπου συγγενείς, γείτονες, φίλοι προσέφεραν σε έρανο τα φαγητά τους. Αυτός ο Νεκρόδειπνος (έχει μνημειωθεί από τον Σικελιανό και τον Σινόπουλο) λεγόταν κατά περιοχή «Μακαριά» ή «Παρηγοριά». Τώρα ο νεκρός μας ξενυχτάει μόνος σ' ένα ψυγείο νεκροτομείου και η «παρηγοριά» έχει συρρικνωθεί σε τυποποιημένο καφέ, παξιμαδάκι, κονιάκ που προσφέρεται στο κυλικείο του Νεκροταφείου και συνήθως οι πενθούντες διά του Τύπου δηλώνουν ότι δεν θα δεχτούν «συλλυπητηρίους επισκέψεις». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως μειώθηκε το πένθος, η απελπισία για την απουσία των προσφιλών; Όχι, αντίθετα, γίνονται σχεδόν αφόρητα και συνήθως καταλήγουν οι άνθρωποι στον ψυχίατρο, στην κατάθλιψη και στη μελαγχολία. Σ' αυτό οδήγησαν οι συνθήκες του βίου, η τυραννία του μεροκάματου, η στενότητα του χώρου (πώς θα κατεβεί το φέρετρο από τον 5ο όροφο μια και δεν χωράει στο ασανσέρ;!), το σκόρπιο σε μεγάλες αποστάσεις συγγενολόι αλλά και οι εργαζόμενοι σύνοικοι, που δεν γνωρίζουμε ούτε ποιοι είναι, που οι θρήνοι και η συρροή σε ώρες κοινής ησυχίας τούς ενοχλούν και συχνά καλούν την Αστυνομία!
Και τα γλέντια;Παλιότερα σε γιορτάδες μέρες ή σε επετείους και ονομαστικές εορτές, σε γάμους και βαφτίσια στις αυλές, στα τρίστρατα ή στα αλώνια στρώνονταν τραπέζια, βράζανε καζάνια, καλούσαν κομπανίες και κάθε μεγάλος ή μικρός χώρος γινόταν χοροστάσι, πανηγύρι, μέγα επικοινωνιακό γεγονός με απόλυτη συναισθηματική φόρτιση. Σπονδή στον Διόνυσο και ξόρκι του θανάτου. Μπορεί να κλειστεί το γλέντι στα στενά, τσιμεντένια κλουβιά όπου μετοικήσαμε; Προσπάθειες εξόδου γίνονται με τις συνεστιάσεις συμπατριωτών, συντεχνιών, συναδέλφων ή καλεσμένων φίλων σε οργανωμένους χώρους διασκεδάσεως. Ακραία μορφή εξομοίωσης γλεντιού, αυτά τα νέα εφευρήματα, τα διάφορα «Κτήματα» όπου προσομοιώνεται ο χώρος με χωριό, πανήγυρη, αυλή κ.λπ.
Κι όμως, η λαχτάρα των ανθρώπων να απεκδυθούν από τις πιεστικές καθημερινές μέριμνες, από την καταθλιπτική τυραννία της εργασιακής επανάληψης, τους οδηγεί, έστω κατά τρόπο συναισθηματικής σκηνοθεσίας, να γλεντήσουν μέσα σε χώρους στενούς, αστικούς και να φαντασιωθούν τον αρχαίο τρόπο διονυσιακής εορτής.
Μου συνέβη πρόσφατα. Βρεθήκαμε καλεσμένοι σε σύγχρονο μεγαλοαστικό διαμέρισμα σε υψηλό όροφο προαστίου της Αθήνας, πανεπιστημιακοί, δάσκαλοι, δικαστές, δικηγόροι, συνθέτες - τραγουδιστές, συγγραφείς και φοιτητές, ηλικιακό φάσμα με άνυσμα πενήντα χρόνια. Προέλευση Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες. Ο πυρήνας, οι τελευταίοι και οι οικοδεσπότες. H βραδιά ξεκίνησε τυπικά, ως συνήθως. Σκόρπιες παρέες στις διάφορες διαμορφωμένες γωνιές του ευρύχωρου σαλονιού. Οι τυπικές αναγνωριστικές συζητήσεις για να σπάσει ο πάγος, να βρεθούν κοινά ενδιαφέροντα, να αναζητηθούν ευθείς και πλάγιοι δεσμοί, μακρινοί γνώριμοι, φοιτητικές παρέες, συμπεθεριά συγγενών και τα γνωστά. Σ' ένα μικρό δωμάτιο, δίπλα στο σαλόνι, τρεις άγνωστοι και ξεμοναχιασμένοι άντρες έπιναν ουζάκι και τσιμπολογούσαν μεζεδάκια.
Ωσπου ήρθαν τα φαγητά. Από έμπειρα χέρια νοικοκυράς, ηπειρώτικες γεύσεις, πίτες, κρέατα, τυριά, ορεκτικά και κόκκινο κρασί. Τα πηγαδάκια συγκεντρώθηκαν σε δύο εστίες, σε δύο κοινές τράπεζες. Το κρασί έρρευσε, λύθηκαν οι γλώσσες. Και τότε το θαύμα συντελέστηκε. Οι τρεις περίεργοι επισκέπτες του διπλανού δωματίου στρώθηκαν ανάμεσα στα δύο τραπέζια, άνοιξαν τους σάκους τους και αποκάλυψαν τον ρόλο τους. Ένα κλαρίνο, ένα ακορντεόν, ένα ντέφι. Κι άρχισε το γλέντι και άστραψε η μουσική. H ηπειρώτικη, στην πραγματικότητα η βορειοηπειρώτικη, κομπανία από το Αργυρόκαστρο μπήκε μέσα στο στενό τσιμεντένιο μεγαλοαστικό φρούριο και το ανατίναξε. Το σαλόνι σε λίγα λεπτά, όταν ο πρώτος «σκάρος» πλημμύρισε την ατμόσφαιρα, μετατράπηκε σε πλατύ αλώνι, σε χοροστάσι, σε εσωτερική αυλή μοναστηριού μέρα πανηγυριού. Τα αυστηρά έπιπλα μέσα στην αχλύ των μουσικών κλιμάκων έγιναν στασίδια, βραχάκια, θημωνιές, κρασοβάρελα, σούστες, χράμια, βελέντζες, κιλίμια. Κάπου είχες την ψευδαίσθηση ότι καμάρωνε ο αργαλειός, πιο πέρα το πιθάρι με τα παστά, οι κάδοι με τις τσακιστές ελιές, οι πολυέλαιοι μετατράπηκαν ξαφνικά σε πάτερα απ' όπου κρέμονταν μάτσα με χαμομήλια, ρίγανη, τσάι του βουνού και πιο πέρα αρμαθιές σκόρδα, κρεμμύδια, ξερά σύκα, λουκάνικα.
Ναι, η μουσική ξυπνούσε στους αλλοτριωμένους λόγιους, επιστήμονες και στους εξόριστους στο άστυ συγγραφείς και συνθέτες το ρίγος του βυθού, τη ναρκωμένη μνήμη.
Το κλαρίνο κεντούσε μουσικά σιρίτια με χρυσές κλωστές πάνω σε βελουδένιες ποδιές. Το ακορντεόν κελάηδιζε, γουργούριζε και άλλοτε παιζογελούσε και το ντέφι είχε βρει τους σφυγμούς στους καρπούς των χεριών της ομήγυρης και χτυπούσε με τον ρυθμό της καρδιάς μας.
Στην Ηπειρο ακόμη και ο γάμος ξεκινάει με μοιρολόι, λες και αυτός ο εδραίος λαός (οι αρχαίοι Σελλοί, οι εδραίοι, οι αυτόχθονες, από όπου και η Ελλάς αργότερα) έκανε γλέντι, τραγούδι και χορό την ηρακλείτεια διαλεκτική, όπου ζωή και θάνατος, πένθος και χαρά, ύπνος και ξύπνιο, γηρατειά και νιάτα, μέρα και νύχτα είναι το ίδιο, το ένα περιέχεται μέσα στο άλλο, παλίντονος αρμονία.
Από τις αρτηρίες στον ρυθμό
Οι τρεις δεξιοτέχνες χειριζόμενοι τους δρόμους τους μουσικούς μεθοδικά, συστηματικά, με την αρχαία σοφία που κουβαλάνε γνωρίζουν πως σιγά-σιγά μπαίνοντας στις αρτηρίες, ακολουθώντας τις παλινδρομήσεις του αίματος, φτάνουν στην καρδιά και επιταχύνουν τους παλμούς της και οι παλμοί κινητοποιούν προς τον εγκέφαλο τις φυσαλλίδες του αλκοόλ και εκείνο μεθάει τα κύτταρα του εγκεφάλου και στέλνει μηνύματα στα πόδια και τα πόδια μπαίνουν στον ρυθμό και ο ρυθμός οδηγεί τα βήματα στον χορό.
Ετσι όλοι οι πριν από λίγο συγκρατημένοι, ευπρεπείς, πολιτισμένοι συνδαιτυμόνες πετάνε τα σακάκια, τις γραβάτες και με τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι και οι γυναίκες χωρίς τα ψηλοτάκουνα, χεραγκαλιά, τελούν τους βαθύρριζους αργούς στην αρχή κύκλιους χορούς πρώτα της Ηπείρου και ο δεξιοτέχνης του ντεφιού τραγουδά και το κλαρίνο χτίζει ξερολιθιές πυρσογιαννίτικες με τις νότες και το ακορντεόν, άλλοτε ειρωνεύεται και άλλοτε χαριεντίζεται ενώνοντας Ανατολή και Δύση, Βαλκάνια και Τυρρηνικό Πέλαγος.
Το παν οργά και ο Διόνυσος στο κέντρο του χορού μαίνεται.
Για λίγες ώρες το μεγαλοαστικό σαλόνι έγινε αλώνι, ορχήστρα σατυρικού δράματος, πασχαλινό αναστάσιμο τσιμπούσι. Ω, έπεσαν και παραγγελιές, έπεσε και χαρτούρα και οι μουσικοί, ενώ είχαν προς το ξημέρωμα μαζέψει τα όργανά τους, επέστρεψαν γιατί η βαθιά χαρμολύπη κάποιου γλεντιστή επεθύμησε (πριν ξαναφορέσει το προσωπείο του επαγγέλματος σε λίγες ώρες) ένα βαρύ μοιρολόι. Έτσι όπως το ένιωσε το όλον πράγμα ο Μακρυγιάννης, που τραγουδώντας ένα βαρύ θλιβερό τραγούδι είπε πως «είχε κέφια»!
Τα ρεμπέτικα τραγούδια ή τώρα με τον νέο τους τίτλο «λαϊκά αστικά τραγούδια» (αμφίβολο αν θα επικρατήσει) στην ουσία ήταν ένας λαϊκός πολιτισμός που τελούσε μέχρι πρόσφατα υπό διωγμόν.
Τραγούδια του υπόκοσμου και του λούμπεν προλεταριάτου, που δεν είχαν καμία σχέση με την καθώς πρέπει κοινωνία η οποία άκουγε όπερες και οπερέτες και ελαφρά τραγούδια (άλλος ένα υποτιμητικός όρος για τραγούδια που ήταν ισάξια της διεθνούς παραγωγής – είναι σαν να λέμε πως η Εντίθ Πιαφ και η Νίνα Σιμόν τραγουδούσαν ελαφρά τραγούδια. Πώς τα ζυγίζουν οι ειδικοί, δεν ξέρω. Να έχει επινοηθεί κάποιο «τραγουδόζυγο» και να μην το ξέρω; Κανείς δεν είναι βέβαιος για τις γνώσεις του).
Εκτός από την περιθωριοποίηση αυτών των τραγουδιών από την καλή κοινωνία, υπήρχε και η ποινική δίωξη από τον φασίστα Ι. Μεταξά και παραδόξως και το ΚΚΕ συμμερίστηκε τις απόψεις του δικτάτορα.
Εντούτοις αυτά τα τραγούδια είχαν ευρύτατη απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Σε αυτά αναγνώριζαν τη ζωή τους και τον μόχθο τους. Τα ρεμπέτικα βρήκαν την πλήρη απελευθέρωσή τους μετά την πτώση της στυγνής δικτατορίας των συνταγματαρχών. Και άρχισαν τα ρεμπέτικα να ερευνώνται συστηματικά ακόμα και σε επίπεδο ντοκτορά (αν και κάποιοι πρωτοπόροι είχαν αρχίσει την έρευνα και τη μελέτη πριν από τη δικτατορία).
Όποιος έχει μάτια βλέπει*· τον τελευταίο καιρό, με κάθε ευκαιρία, σε συνάξεις και πάρτυ, σε φεστιβάλ και σε συναυλίες οι χοροί μας οι κυκλωτικοί πυκνώνουν, πληθαίνουν, διευρύνονται. Μια ολόκληρη κοινωνία θέλει να χορέψει σε συχνότητες και εντάσεις ασυνήθιστες για κείνη την πλαστική και ψεύτικη αλλοτινή Ελλάδα προ κρίσης.
Μια μεγάλη επιστροφή συντελείται, ολοένα και περισσότεροι τείνουν να μιλήσουν για «ρίζες», ωστόσο για να συλλάβουμε πλήρως την φυσιογνωμία της δεν πρέπει να περιοριστούμε στην διάσταση την ιστορική ή την κοινωνιολογική, μα στην υπαρξιακή. Το κλειδί ώστε να ανοίξει ο δρόμος σ’ αυτήν την ερμηνεία, βρίσκεται ως συνήθως τυχαία· το ταίριασμά του όμως δεν είναι διόλου συμπτωματικό…
«Κυνηγώντας την πιο σαγηνευτική μουσική του κόσμου», έγραφε η Αμάντα Πέτρουσιτς πριν δυο χρόνια στους New York Times τον Σεπτέμβριο του 2014. Θα πρωτοακούσει τα Ηπειρώτικα από την εκτέλεση ενός μοιρολογιού από τον Ανδρέα Σπανό, που ηχογραφήθηκε στην Νέα Υόρκη στα 1929. «Υπάρχει μια παλλόμενη ιστορία στο παίξιμό του, η κάθε νότα τρέμει σα να υπέρφερε πρόσφατα από μια συναισθηματική κατάρρευση», έγραψε για το κομμάτι. Ο Σπανός θρηνούσε για την ξενιτιά του…