του Αθανάσιου Γκότοβου, από το Άρδην τ. 99, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015
Η εθνοτική σύγκρουση στη Θεσπρωτία κατά την περίοδο 1940-1944 έχει δεχθεί μέχρι σήμερα πολλές αναγνώσεις από διάφορες πλευρές. Τον τελευταίο, μάλιστα, καιρό υπάρχει κάποια κινητικότητα στο θέμα αυτό, σε επίπεδο παραγωγής κειμένων, είτε στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας για το θέμα, είτε στη λογοτεχνία και σε αξιοπρόσεκτα κείμενα τοπικής ιστορίας. Για το ίδιο θέμα κυκλοφορούν και αμφίβολης ποιότητας κείμενα στο διαδίκτυο, ορισμένα από τα οποία εντάσσονται σαφώς σε προπαγανδιστικές δραστηριότητες προσώπων, ομίλων ή και κρατικών υπηρεσιών για την διάδοση και «εμπέδωση» συγκεκριμένων εκδοχών για το ρόλο της μουσουλμανικής μειονότητας των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία επί Κατοχής. Παλιές νοηματοδοτήσεις επαναλαμβάνονται με το ίδιο ή προσαρμοσμένο στην πολιτική ορθοφροσύνη της εποχής περιτύλιγμα, και νέες επιχειρούνται. Ανάλογα με την θεωρητικά προσδιορισμένη οπτική γωνία του αφηγητή, με τις πηγές και τις γνώσεις που διαθέτει για το θέμα, αλλά και ενίοτε ανάλογα με την πολιτικο-ιδεολογική του ένταξη, δίνεται έμφαση σε εκείνη την πλευρά της πολυπαραγοντικής αυτής σύγκρουσης η οποία εμφανίζει συμβατότητα με το βασικό δόγμα, δηλαδή τις κεντρικές παραδοχές του αφηγητή. Όπως συμβαίνει συχνά στις διαφωτιστικού τύπου αφηγήσεις, οι οποίες είναι εξ ορισμού εργαλειακές, η αφήγηση είναι τμήμα ενός πολιτικού σχεδιασμού, μέρος μιας προσπάθειας να επικρατήσει στην κοινή γνώμη μια συγκεκριμένη εκδοχή για το παρελθόν, είτε υπάρχουν στοιχεία και τεκμήρια που στηρίζουν την εκδοχή αυτή, είτε όχι. Οι αφηγήσεις που προέκυψαν αμέσως μετά τα γεγονότα είναι ασφαλώς επηρεασμένες από τις εμπειρίες τις σημαδεμένες από την ακραία δολοφονική βία των δυνάμεων της Κατοχής και των συνεργαζόμενων με αυτές Μουσουλμάνων Τσάμηδων, όπως έχει καθιερωθεί πλέον ο όρος στη βιβλιογραφία.
Όσοι έζησαν από κοντά και από τα κάτω τα επεισόδια αυτά, χωρίς να γνωρίζουν τότε τα πολιτικο-στρατιωτικά παίγνια που διαδραματίζονταν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων της περιοχής, προσφέρουν μεν πολύτιμες βιωματικού τύπου αφηγήσεις, αλλά –καθώς δεν συμπεριλαμβάνουν στην αφήγηση τη δομή της στρατιωτικής βίας και της πολιτικής σκέψης των ελίτ της ισχύος– αποδίδουν συχνά τη βία στα εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά των φορέων της. Πολιτισμικά χαρακτηριστικά που ευνοούν μορφές βίας υπήρχαν και έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εκδήλωσή της, αλλά δεν είναι αυτά που δημιούργησαν το πλαίσιο. Η ετερότητα, ενώ υπήρχε, και μάλιστα έντονη και κοινωνικά ορατή, δεν γέννησε η ίδια τη σύγκρουση. Όμως την ενίσχυσε, όταν εκείνη ξεκίνησε. Βοήθησε, επίσης, στο ξεκίνημά της, επιτρέποντας τη διάδοση και την υιοθέτηση μιας ιδεολογίας του καταπιεζόμενου αλλά και αλυτρωτικών φαντασιώσεων και προσδοκιών σε μεγάλα τμήματα του μειονοτικού πληθυσμού. Τα στερεότυπα, η προκατάληψη, η μισαλλοδοξία και η αίσθηση αδικίας ευδοκιμούν εξάλλου καλύτερα σε μια κοινωνία των παράλληλων κοινοτήτων, παρά σε μια ενιαία, ρεπουμπλικανικού τύπου, συγκλίνουσα κοινωνία. Ο πολιτισμικός παράγοντας έπαιξε όντως σημαντικό ρόλο πριν τη σύγκρουση, λειτουργώντας ως κυματοθραύστης στην προσπάθεια του ελληνικού κράτους –πότε συντονισμένη και πότε ασυνάρτητη, πότε συνετή και πότε προκλητική– να εντάξει μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Θεσπρωτίας στον εθνικό κορμό.