Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος (4 Ιανουαρίου 1788 – Λαμία, 24 Ἀπριλίου 1821) ἔδρασε στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος Γραμματικὸς ἢ Μασσαβέτας. Μυήθηκε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1818 καὶ τὸ 1820 ἔγινε ἀρματωλὸς.
Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπανάστασης, ὁ Διάκος κι ἕνας ντόπιος καπετάνιος καὶ φίλος, ὁ Βασίλης Μποῦσγος, ὁδήγησαν ἕνα ἀπόσπασμα μαχητῶν στὴ Λιβαδειὰ μὲ σκοπὸ τὴν κατάληψή της. Τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1821, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἄγριας μάχης ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, τὸ κάψιμο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Μιρ Ἀγὰ (συμπεριλαμβανομένου τοῦ χαρεμιοῦ) καὶ τὴν κατάληψη τοῦ κάστρου, ἡ πόλη ἔπεσε στοὺς Ἕλληνες.
Ὅταν ξεκίνησε ἡ ἐκστρατεία τοῦ Ὁμὲρ Βρυώνη, σὲ συνεργασία μὲ τοὺς καπεταναίους Πανουργιᾶ καὶ Δυοβουνιώτη, ἀποφασίστηκε νὰ ἀνακοπῆ ἡ προέλασή του. Ἡ ἑλληνικὴ δύναμη τῶν 1.500 ἀνδρῶν χωρίστηκε σὲ τρία τμήματα: ὁ Δυοβουνιώτης θὰ ὑπερασπιζόταν τὴν γέφυρα τοῦ Γοργοποτάμου, ὁ Πανουργιὰς τὰ ὕψη τῆς Χαλκωμάτας καὶ ὁ Διάκος τὴν γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας.
Ὁ τουρκικὸς στρατὸς διέλυσε τὴν ἄμυνα τῶν Πανουργιᾶ καὶ Δυοβουνιώτη καὶ ἔτσι ὅλος ὁ ὄγκος τοῦ τούρκικοῦ στρατοῦ συγκεντρώθηκε στὴν Ἀλαμάνα.
Ὁ Μποῦσγος, ὁ ὁποῖος πολεμοῦσε παράλληλα μὲ τὸν Διάκο, τοῦ πρότεινε νὰ ὑποχωρήσουν. Ὁ Διάκος ἐπέλεξε νὰ μείνη καὶ νὰ παλέψη μαζὶ μὲ ὅσους συμπολεμιστές του θέλουν νὰ μείνουν σὲ μία ἀπελπισμένη μάχη σῶμα μὲ σῶμα. «Ὁ Διάκος δὲν φεύγει, οὔτε ἐγκαταλείπει τοὺς συντρόφους του», ἦταν ἡ ἀπάντηση καὶ ἔμεινε μὲ 48 παλικάρια.
Στὶς 23 Ἀπριλίου 1821 ἔδωσε τὴν μεγάλη μάχη μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ Ὁμὲρ Βρυώνη. Ο Διάκος συνελήφθη τραυματισμένος καὶ ἀφοῦ μεταφέρθηκε στὴ Λαμία θανατώθηκε μὲ ἀνασκολοπισμὸ (παλούκωμα) ἀπὸ τοὺς Τούρκους, στὶς 24 Ἀπριλίου 1821.