Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκη για τις σκέψεις του Χρήστου Βακαλόπουλου, ανήμερα την 29η Μαΐου...
"Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα.
Η Έρση ήρθε ένα απόγευμα και σου είπε ότι είμαστε πίσω, έχουμε μείνει πολύ πίσω. Ο γνωστός κόσμος προχωρούμε ακάθεκτος, δεν προλαβαίναμε με τίποτα, είμαστε καταδικασμένοι. Είχαμε μείνει πολύ πίσω γιατί ο Γεμιστός πήγε στην Ιταλία και τους έψησε για τον Πλάτωνα. Από τη στιγμή που ο Γεμιστός πήγε στην Ιταλία μείναμε πάρα πολύ πίσω. Όσοι έμειναν εδώ δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, κάθισαν εδώ, αυτό ήταν το λάθος τους.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάθισε να τον φάνε, αυτό ήταν το λάθος του. Θα μπορούσε να είχε πάει στην Ιταλία και να τους λέει για τον Πλάτωνα, θα είχε προλάβει τις εξελίξεις.
Κάθισε να τον φάνε, τι δουλειά είχε με τα στίφη των αγρίων, ήταν μορφωμένο παιδί από το Μυστρά και θα μπορούσε άνετα να γίνει καθηγητής στην Ιταλία, να τους λέει για τον Πλάτωνα. Κάθισε να τον σφάξουν κι έτσι μείναμε πίσω, πάρα πολύ πίσω. Έπρεπε να φύγουμε όλοι, μείναμε απελπτιστικά πίσω, μείναμε εδώ, είμαστε εδώ πίσω. Έπρεπε να φύγουμε όλοι να πάμε στην Ιταλία, να γίνουμε καθηγητές. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κάτι θα είχαμε να διδάξουμε. Θα παίρναμε το πρωϊνό μας, θα διαβάζαμε τρείς σελίδες Πλάτωνα, θα παίρναμε το ελαφρύ μεσημεριανό μας. Θα μας άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, θα είμασταν πολύ μπροστά.
Μείναμε πίσω και δεν γίνεται τίποτα, ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος διάβασε τρείς σελίδες Πλάτωνα και τώρα έχει νοικιάσει όλα τα δωμάτια. Από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο δεν έμεινε τίποτα ενώ θα μπορούσε να έχει γράψει σαράντα βιβλία, ήταν μορφωμένο παιδί από το Μυστρά. Η στέψη του έγινε εκεί, ήταν η πιο μελαγχολική στέψη αυτοκράτορα που έγινε ποτέ, όλοι ήξεραν. Κάθισαν να σφαγιασθούν κι έτσι μείναμε πίσω.
Όλα έγιναν πολύ βιαστικά, η Έρση ήρθε έξαλλη ένα απόγευμα και σου είπε ότι δεν αντέχει πια σ’ αυτή την κωλοχώρα, σου ανακοίνωσε την απόφασή της να ζει έξι μήνες στο Παρίσι και τα καλοκαίρια στη Σαντορίνι. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κωλοπόλη, θα κατέβαινε στο Μαρούσι είκοσε μέρες το χρόνο. Έπρεπε να το κάνει γιατί είχαμε μείνει πολύ πίσω, δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβουμε, δεν προλαβαίναμε με τίποτα. Είχε δικαίωμα να προχωρήσει, να ζήσει κάτι, άλλωστε δεν υπήρχαν πια σύνορα. Έπεφταν συνεχώς οι διαχωριστικές γραμμές, ο κόσμος γινόταν ένα. Είχε δικαίωμα να γίνει κάτι διαφορετικό, να μη μείνει πίσω, είχε το αναφαίρετο δικαίωμα να απολαύσει ελεύθερη τον ενωμένο κόσμο, να κατοικήσει σ’ ένα πραγματικό κέντρο. Άλλωστε, μη γελιέσαι, Ρέα μου, μόνο εκεί εκτιμούσαν το ελληνικό πνεύμα, διάβαζαν Πλάτωνα πριν πάνε στον ψυχαναλυτή, τον ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά, ιδίως ανακατωτά τον ήξεραν απ’ έξω.
Από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο δεν έμεινε τίποτα, μη γελιέσαι, κανείς δεν τον ήξερε, ο ψυχαναλυτής δεν τον ήξερε, δεν έγραψε τίποτα αυτός, κάθισε να του πάρουν το κεφάλι τα στίφη. Αν είχε πάει στην Ιταλία, θα είχε γράψει ένα συμπαθητικό βιβλίο για την ιδανική πολιτεία, κάτι θα είχε μείνει, θα είχε κάνει πολύ καλό στον εαυτό του, θα έπαιρνε ήσυχος το πρωινό του, θα διάβαζε τους σοφιστές, θα έβγαζε τα συμπεράσματά του, θα έπαιρνε το μεσημεριανό του, θα τού το έφερναν σ’ ένα δίσκο, θα σκεφτόταν με αγαλλίαση το βραδινό του.