Η Κιβωτός
Έργο της τελευταίας και γονιμώτερης πνευματικά περιόδου της ζωής του Παντελή Πρεβελάκη είναι το μακροσκελές ποίημα Ο Νέος Ερωτόκριτος που αποτελείται από εννέα άσματα. Τα άσματα, που προλογίζονται από μιά ‘Αφιέρωση’ με τίτλο ‘Ο Εραστής της Λευτεριάς’, υποδιαιρούνται σε ενότητες, και είναι τα ακόλουθα: ‘Το Βασίλειο του Θεού’, ‘Η Αρμονία των Πλασμάτων’, ‘Η Μοίρα των Θνητών’, ‘Το Κράτος του Ζόφου’, ‘Οι Νύχτες των Βασάνων’, ‘Ο Πόνος των Αθώων’, ‘Ο Αμαρτωλός, ο Άγιος και ο Ποιητής’, ‘Η Νεκρή Πολιτεία κι ο Γυρισμός’, και ‘Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις’. Πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο ποίημα, ένα έμμετρο δοξαστικό Μεγαλυνάριο. Οι τέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι εβδομήντα δεκαπεντασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι του θα μπορούσαν να το αναδείξουν ως ένα από τα εκτενέστερα έπη της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, μετά την Οδύσεια του Καζαντζάκη με τους τριάντα τρείς χιλιάδες τριακόσιους τριάντα τρείς ιαμβικούς δεκαεφτασύλλαβους στίχους της. Το λυρικό αυτό έπος δείχνει ότι ο Πρεβελάκης δεν υστέρησε στην άθληση από τον ‘Γέροντά’ του, όπως αποκαλούσε τον Καζαντζάκη, δικαίως όμως δεν υιοθέτησε το πνευματικό κήρυγμά του, και τούτο καταφαίνεται στον Νέο Ερωτόκριτο. Γιατί αν η Οδύσεια του νέου επικού προτείνεται ως συνέχεια της Οδύσσειας του Ομήρου,[1] προκειμένου να αισθητοποιήσει το μεγαλεπήβουλο σκοπό του ποιητή της, –να διερμηνεύσει την ατομική υπαρξιακή του περιπέτεια μέσα από την δημιουργία του υπεράνθρωπου και Μονιά (κατά τή νιτσεϊκή ἐννοια), κυριευμένου από την ανταρσία του νού, την έξαψη του εγώ, και τον «έρωτα για τη ζωή κάτω από το σημείο του θανάτου» –,[2] Ο Νέος Ερωτόκριτος του Πρεβελάκη προσφέρεται ως καρπός δόκιμης πνευματικής άθλησης, και για τούτο ως έκχυση θείας έμπνευσης και δοξολογίας, με τον ήρωά του Ρωτόκριτο να διασώζει με το βίο και τις πράξεις του τη μνήμη του μαρτυρίου και της δόξας ενός ολόκληρου λαού, υπερβαίνοντας την ατομικότητά του, και εκτελώντας έτσι θέλημα Θεού.[3] Η αναφορά στον Όμηρο και στον Χριστό στο παρακάτω δίστιχο του Νέου Ερωτόκριτου αποκαλύπτει την πεποίθηση του Πρεβελάκη ότι το χρίσμα του ποιητή που έλαβε από τον αρχαίο επικό εξαγιάστηκε από τον Λυτρωτή του κόσμου.[4] Ο πρώτος του χάρισε το τάλαντο της ποιητικής τέχνης, ο δεύτερος τον φωτισμό του πνεύματος:
Γέροντας κι άντρας, στ’ όνειρο, διπλό ασπασμό μου δώσαν,
ο ένας παράδερνε τυφλός, τον άλλο τον σταυρώσαν.[5]
Η Κιβωτός, όπως αποκαλούσε ο Πρεβελάκης το στερνό τούτο ποίημα,[6] θα πλεύσει, εν πλήρει συνειδήσει του δημιουργού της, αντίθετα προς το σκαρί της καζαντζακικής Οδύσειας,[7] για να διαφυλάξει, ως έργο εθνικού συγγραφέα,[8] τις σεβάσμιες αξίες της ζωής και της χριστιανικής πίστης ώστε να καταστεί ‘σύναξη ψυχών’ – καταφύγιο όπου πολλές ψυχές θα αποζητήσουν τη λύτρωση – εκπληρώνοντας έτσι την παιδευτική αποστολή της τέχνης[9]:
Μετά απ’ το νέο Κατακλυσμό, μια Κιβωτό απομένει,
το Ποίημα, σύναξη ψυχών, στη γη την οικουμένη.[10]
Πράγματι, ο Νέος Ερωτόκριτος θα διατρανώσει την ακλόνητη πίστη του ποιητή στίς αξίες του γένους και της Ορθοδοξίας, που τον προφύλαξαν από τον ατομικισμό της Δύσης και «τον ξένο χρόνο»[11] (από τα οποία είχε μειανθεί ηθελημένα ο Καζαντζάκης), καθιστώντας τον άξιο να δείξει δρόμους λύτρωσης στον σύγχρονο άνθρωπο της υπαρξιακής αγωνίας και αποστασίας από τον Θεό.[12]
Μύθος και Νόημα του ‘Νέου Ερωτόκριτου’