Της Έφης Λαμπροπούλου από την Ρήξη φ. 155
Οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας ’90 με αμηχανία. Κι ενώ τα ρεύματα των μεταναστών συνεχίζονταν, επιδόθηκαν σε πυροσβεστικές λύσεις με μαζικές πολιτογραφήσεις/νομιμοποιήσεις (1997, 2001, 2005, 2007). Κατόπιν προχώρησαν σε νομοθετικές αλλαγές για την ιθαγένεια και την εργασία. Σ’ αυτή την πρακτική τα μικροπολιτικά συμφέροντα απέκτησαν σταδιακά πρωταγωνιστικό ρόλο. Ουδέποτε η Ελλάδα έθεσε έναν αριθμό μεταναστών και προσφύγων που θα μπορούσε να δεχθεί, ούτε πέτυχε την επαναπροώθηση/απέλαση των παράνομα εισερχομένων. Ούτε ο πόλεμος στη Συρία και η προσφυγική/μεταναστευτική κρίση του 2015 αποδείχθηκαν ικανοί παράγοντες ώστε να αναγκάσουν την Πολιτεία να αναπτύξει σενάρια δράσης και έναν σχεδιασμό με λιγότερο επαχθείς συνέπειες για τη χώρα.
Αυτό εξάλλου φαίνεται και τώρα με τον διασκορπισμό των μεταναστών και προσφύγων σε δομές σε όλη την Ελλάδα, αν και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αυτές θα πολλαπλασιαστούν, αφού η ροή εισερχομένων δεν σταματά. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση υιοθετεί σιωπηρά τις υποδείξεις του εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα, και αμφισβητεί η ίδια στην πράξη τις δυνατότητες που διαθέτει από την κοινή δήλωση ΕΕ Τουρκίας του Μαρτίου 2016.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εξέλιξης των εισροών και εκροών μεταναστών/προσφύγων, όπως καταγράφονται από την ΕΛ.ΑΣ. και το Λιμενικό, από τον Ιανουάριο 2015 μέχρι τον Δεκέμβριο 2018 εισήλθαν στη χώρα 1.277.770 άτομα και επαναπροωθήθηκαν /απελάθηκαν 71.850 άτομα (5,6%). Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της Υπηρεσίας Ασύλου, οι ολοκληρωμένες υποθέσεις μετεγκατάστασης μετά την έκδοση απόφασης αποδοχής από το 2015 μέχρι 30.3.2018, ανέρχονταν σε 22.822. Οι εισελθόντες παράνομα στη χώρα το πρώτο εξάμηνο 2019 ήταν κατά 7,7% λιγότεροι (39.125), από το πρώτο εξάμηνο 2018 (42.416), ενώ οι επιστροφές το 2018 ήταν περισσότερες (7.113) κατά 25% σε σχέση με το 2019 (5.331).