.
Η ληστεία της μεσαίας τάξης, όποιων δηλαδή έχουν κάποια περιουσιακά στοιχεία, από τις ελίτ, με την ανοχή εάν όχι με τη συμμετοχή των πολιτικών ελίτ, ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη – με την Ελλάδα να είναι ξανά το πειραματόζωο που προηγείται των άλλων χωρών λόγω των μνημονίων, στα οποία καταδικάσθηκαν οι Έλληνες από το κομματικό πελατειακό κράτος τους, με αποτέλεσμα να έχουν σκύψει οριστικά το κεφάλι, αποδεχόμενοι τα πάντα. Ειδικότερα, από εκείνη τη στιγμή που έπαψαν να αμείβονται οι Πολίτες ανάλογα με τη συμβολή τους στην παραγωγικότητα, καλύπτοντας τις ελλειμματικές αμοιβές τους με χρέη (μετά τη δεκαετία του 1980), καθώς επίσης από τότε που η παραγωγικότητα τους άρχισε να μειώνεται, ο μοναδικός τρόπος για να συνεχίσει να πλουτίζει το ανώτερο 1% του πληθυσμού, ήταν η ληστεία των υπολοίπων – ενώ κάτι ανάλογο συνέβη με τα φτωχότερα κράτη που ισοσκέλιζαν τα ελλείμματα τους με χρέη. Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η ληστεία του δημοσίου δεν διενεργείται με τα επιτόκια των χρεών του, αλλά με το καταναγκαστικό ξεπούλημα των επιχειρήσεων του, κυρίως των κοινωφελών – σε εξευτελιστικές τιμές και με προοπτικές μεγάλης κερδοφορίας, οπότε «φορολογίας» των Πολιτών, αφού δεν μπορεί κανείς να ελέγξει τις τιμές του ηλεκτρικού, του νερού κλπ. Στα πλαίσια αυτά, δεν πρέπει να μας προξενεί εντύπωση η νέα πηγή πλουτισμού των ελίτ: η αγορά των χρεών. Από την άλλη πλευρά, όλα αυτά είναι δείγματα παρακμής της Δύσης – αφού στον υπόλοιπο πλανήτη τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Για να εξισορροπήσει δε τις διαφορές η Δύση, θεωρεί πως ο μοναδικός τρόπος είναι ο πόλεμος – ο οποίος έχει επίσης ξεκινήσει, από την Ουκρανία.
.
Ανάλυση
Στις αρχές περίπου του καλοκαιριού του 2022, είχαν δημοσιευθεί τέσσερις αποφάσεις από τα μεγαλύτερα Εφετεία της χώρας μας – με τις οποίες είχαν κρίνει ότι, οι εταιρίες διαχείρισης κόκκινων δανείων (servicers), οι οποίες διαχειρίζονταν δάνεια που μεταβιβάσθηκαν μέσω τιτλοποίησης βάσει του νόμου του 2003, αντί του νόμου του 2015, δεν μπορούσαν να προβούν σε κατασχέσεις, πλειστηριασμούς, διαταγές πληρωμής, άσκηση αγωγών κλπ. Μήνες πριν, τον Ιούλιο του 2021, είχε συμφωνήσει επίσης το πρώτο τμήμα του Αρείου Πάγου – αλλά μόνο σε επίπεδο σκεπτικού και όχι επίλυσης συγκεκριμένης διαφοράς.
Η ουσιαστική αιτία ήταν το ότι, το 2003 η Βουλή ψήφισε έναν νόμο που αφορούσε την αφορολόγητη τιτλοποίηση απαιτήσεων – με στόχο την ύπαρξη ενός πλαισίου χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, μέσω της πώλησης των απαιτήσεων τους. Ο νόμος αυτός δεν προέβλεπε τη δυνατότητα των servicers να προβαίνουν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως οι πλειστηριασμοί κλπ. – ενώ φυσικά δεν αφορούσε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αλλά τα κανονικά.
Αντίθετα, το 2015 η Βουλή ψήφισε έναν άλλο νόμο για τα κόκκινα δάνεια, με στόχο την προστασία των δανειοληπτών – όπου, εκτός της φορολόγησης, υπήρχε μία ειδική ρύθμιση που υποχρέωνε της τράπεζες να διαπραγματευθούν με τους δανειολήπτες, πριν την πώληση των δανείων τους.
Εν τούτοις, ο συντριπτικά μεγαλύτερος όγκος των ληξιπρόθεσμων ή κόκκινων δανείων, μεταβιβάσθηκαν με το νόμο του 2003, αντί με αυτόν του 2015 – σκόπιμα βέβαια και υστερόβουλα, αφενός μεν για φορολογικούς λόγους, αφετέρου επειδή ο νόμος του 2003 δεν υποχρέωνε την εξώδικη πρόσκληση του δανειολήπτη και του εγγυητή, πριν την πώληση του δανείου, έτσι ώστε να επιδιωχθεί ο διακανονισμός του δανείου.
Επομένως, οι τράπεζες και τα αρπαχτικά funds, δεν σεβάστηκαν καθόλου το νόμο που ψήφισε η Βουλή, για την προστασία των δανειοληπτών – παρακάμπτοντας τις αυστηρές προϋποθέσεις του, εις βάρος τόσο του δημοσίου (φορολογία), όσο και των Πολιτών. Ως εκ τούτου, ήταν λογικές οι αποφάσεις των Εφετείων και του Αρείου Πάγου – ενώ ήταν επίσης λογικό να πληρώσουν για τις «παράνομες» μεθοδεύσεις τους οι τράπεζες και τα αρπαχτικά funds.