από Γιώργος Νεκτάριος Παναγιωτίδης
Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραφε κάπου εκεί το 1931, στην προσωπική τους αλληλογραφία, στο Σεφέρη για τη νέα του συλλογή, την περίφημη «Στροφή», ότι είναι κάπως «εξαϋλωμένη μέσα στο fog» και ότι βρίσκει ότι προσφέρει κάτι νέο στην ελληνική ποίηση. Ο Σεφέρης πράγματι γνώρισε το λονδρέζικο fog, λόγω των σπουδών του. Εντούτοις, αυτό δεν υπάρχει μόνο στη Λόνδρα (Λονδίνο), αλλά και στη συμβασιλεύουσα. Όπως έγραφε ο Γιώργος Ιωάννου («Θεσσαλονίκη-Αθήνα, μία ερωτική σύγκριση», 1984):
«Αχ, πολύ μου λείπουνε τέτοιες ομίχλες στην Αθήνα εδώ (...) Οι εικόνες των δρόμων της Αθήνας μέσα απ' τη βροχή με έχουν δέσει με διάφορες γωνίες και θέσεις, μα η ομίχλη και το πούσι με ζαλίζει, όταν το σκέφτομαι».
Ο Ιωάννου άλλοτε είχε γράψει, επί τη αφορμή του θανάτου του Σεφέρη το 1971, ότι σε αντίθεση με αλλού, ο θάνατος στην Ελλάδα συχνά πέφτει σαν μια αιφνιδιαστική μπαταριά. Με άλλα λόγια, λείπει η μνήμη θανάτου. Εντούτοις, η μνήμη θανάτου δεν είναι μια καταθλιπτική μελέτη που μας στερεί τις χαρές (ή/και τις μικροχαρές) της ζωής αυτής (σε όποιον δε θέλει να τις στερηθεί), αλλά αντίθετα επιδρά τελικά με τρόπο που αυξάνει το βάθος και την ένταση αυτής της βίωσης.