«Ἡ σημερινή Ἑλλάδα εἶναι ἕνα καλαμπούρι. Δέν εἶναι οὔτε Εὐρώπη, οὔτε Ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά μιά τρίτη ὑποανάπτυκτη κατάσταση, ὅπου ἐπιμένουμε νά ἔχουν προτεραιότητα ἡ κατανάλωση, τά λεφτά πού βγάζουμε, τό πῶς θά μιμηθοῦμε, πῶς θά ἀντιγράψουμε.
Δέν βλέπετε τώρα αὐτή ἡ καταστροφή πού γίνεται στίς μέρες μας; Ὅλη αὐτή ἡ περιοχή τῆς Ἀττικῆς, τό Φάληρο, ἡ Γλυφάδα, ἡ παραθαλάσσια Ἀττική, αὐτός ὁ παράδεισος τῶν θεῶν. Καί τό κάνουν τώρα μπίζνες. Καί θά χτίσουν πολυώροφους οὐρανοξύστες. κι ὅλο αὐτό τό θεωροῦμε πρόοδο, ἐνῶ εἶναι ὁ ἀφανισμός μας. Γιατί ἐδῶ δέν θά μείνει οὔτε πεντάρα. Ὅλο αὐτό θά παραδοθεῖ στό διεθνές κεφάλαιο. Εἶναι τραγική ἡ κατάστασή μας καί δέν θέλουμε νά τό παραδεχθοῦμε. Βλέπετε, τά κόμματα εἶναι ἀντιγραφή τῶν κομμάτων τῆς Δύσης. Καπιταλισμός, σοσιαλισμός, μέ βάση τή ρύθμιση τῆς διαχείρισης τοῦ χρήματος. Αὐτά δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ Ἑλλάδα καί ἑλληνική παράδοση. Ἀκόμα καί στήν Τουρκοκρατία ἐπιβίωνε ὁ Ἑλληνισμός. Ἔλεγε ὁ Σβορῶνος ὁ μακαρίτης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀριστερός ἀλλά τίμιος ἀριστερός: ὑποκείμενο φορολογικῆς ὑποχρέωσης τέσσερεις αἰῶνες κάτω ἀπό τήν Τουρκοκρατία δέν ἦταν τό ἄτομο· ἦταν ἡ κοινότητα. Ἡ διαφορά εἶναι κολοσσιαία. Δέν ἤσασταν ἐσεῖς, ὁ κύριος τάδε, κι ἐγώ, ὁ κύριος δεῖνα, ἀλλά ἦταν ἡ κοινότητα. Πού σημαίνει ὅτι τό τί θά πληρώναμε φόρο τό συνεννοούμασταν στή συνέλευση τῆς κοινότητας. Ἐσεῖς εἴχατε περισσότερο σιτάρι, ἐγώ εἶχα λίγο, θά πληρώνατε φέτος περισσότερο φόρο, ἐγώ λιγότερο φόρο. Αὐτό πού προεῖχε ἦταν ἡ σχέση. Γι’ αὐτό λέω ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔχει μεθοδικά καταστραφεῖ»…
Ἀπαισιόδοξος; Πραγματιστής; Προφητικός; Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἁπλῶς, ἕνας ἄνθρωπος σκεπτόμενος, μέ βαθειά γνώση καί θέληση, μέ δυνατή ψυχή καί καθαρότητα στόν λόγο του. Ὁ σπουδαῖος, ὁ δάσκαλος Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὁ ὁποῖος, ὅσο τοῦ ἐπετράπη καί ὅσο μποροῦσε, ἦταν ἕνας ἀπό τούς φάρους τῆς ἑλληνικότητος καί ἐξέπεμψε ὅσο φῶς μπορεῖ κανείς νά ἐκπέμψει σέ μιά παρακμάζουσα ἰλιγγιωδῶς κοινωνία.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά αἰσθάνομαι ὅτι ἡ Θεά Τύχη ἐφάνη γενναιόδωρη πού μοῦ ἐπέτρεψε νά τόν γνωρίσω καί νά ἀπολαύσω τόν λόγο καί τούς στοχασμούς του, σέ κάποιες βραδιές μοναδικές, σέ μιά παρέα πεφωτισμένη καί «ἀγριεμένη», ἐκεῖνος, ὁ
Γιάννης Μαρκόπουλος, ὁ Γιῶργος Γραμματικάκης καί ἡ ταπεινότης μου, μέ ἀνοιχτό τόν ὁρίζοντα πρός τόν Σαρωνικό καί τόν Μαρκόπουλο νά ἀρνεῖται ἐπιμόνως νά καθίσει στό σκαμπό τοῦ πιάνου. «Ἄν θέλετε νά τραγουδήσετε, θά τραγουδήσετε δίχως ὄργανα» ἔλεγε γιά νά προκαλέσει τόν Γιανναρᾶ νά τοῦ πεῖ «πές ὅτι δέν τά θυμᾶσαι, καημένε!»…